λαφυραγωγός: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(6_18) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λᾰφῡρᾰγωγός''': -όν, ὁ λαφυραγωγῶν, ὁ κομίζων [[λάφυρα]], πιθ. γραφ. ἀντὶ φυγαγωγὸς παρὰ Πολυαίν. 8. 16, 6, πρβλ. Σχολ. Ἰλ. Κ. 460. Σχολ. Λυκόφρ. 985. | |lstext='''λᾰφῡρᾰγωγός''': -όν, ὁ λαφυραγωγῶν, ὁ κομίζων [[λάφυρα]], πιθ. γραφ. ἀντὶ φυγαγωγὸς παρὰ Πολυαίν. 8. 16, 6, πρβλ. Σχολ. Ἰλ. Κ. 460. Σχολ. Λυκόφρ. 985. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ό (AM [[λαφυραγωγός]], -όν)<br />αυτός που αποκομίζει ή αρπάζει πολεμικά [[λάφυρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάφυρον]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δημ</i>-[[αγωγός]], <i>ψυχ</i>-[[αγωγός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
όν,
A carrying off booty, Sch.D Il. 4.128, Sch.ib.10.460, prob. l. for φυγαγ- in Polyaen.8.16.6.
German (Pape)
[Seite 19] Beute wegführend, machend, Schol. Il. 10, 460; nach Lob. zu Phryn. p. 383 bei Polyaen. 8, 16, 6 für φυγαγωγός zu schreiben.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰφῡρᾰγωγός: -όν, ὁ λαφυραγωγῶν, ὁ κομίζων λάφυρα, πιθ. γραφ. ἀντὶ φυγαγωγὸς παρὰ Πολυαίν. 8. 16, 6, πρβλ. Σχολ. Ἰλ. Κ. 460. Σχολ. Λυκόφρ. 985.
Greek Monolingual
-ό (AM λαφυραγωγός, -όν)
αυτός που αποκομίζει ή αρπάζει πολεμικά λάφυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάφυρον + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ-αγωγός, ψυχ-αγωγός].