φιλελευθέριος: Difference between revisions
From LSJ
ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse
(6_17) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλελευθέριος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐλευθεριότητα, φίλος αὐτῆς, τὸ φιλελευθέριον τῆς γνώμης Διονύσ. Ἁλ. 11. 15. | |lstext='''φῐλελευθέριος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐλευθεριότητα, φίλος αὐτῆς, τὸ φιλελευθέριον τῆς γνώμης Διονύσ. Ἁλ. 11. 15. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α [[φιλελεύθερος]]<br /><b>1.</b> [[φιλελεύθερος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλελευθέριον</i><br />[[φιλελευθερία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A loving liberality, Lib.Decl.43 Prooem.; v.l. for sq. in D.H.11.15.
German (Pape)
[Seite 1275] Freisinnigkeit liebend, τὸ τῆς γνώμης φιλελευθέριον D. Hal. 11, 15.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλελευθέριος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐλευθεριότητα, φίλος αὐτῆς, τὸ φιλελευθέριον τῆς γνώμης Διονύσ. Ἁλ. 11. 15.
Greek Monolingual
-ον, Α φιλελεύθερος
1. φιλελεύθερος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλελευθέριον
φιλελευθερία.