καθυπερηφανεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(6_1)
(18)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθυπερηφανεύομαι''': [[γίνομαι]] καθ’ ὑπερβολὴν [[ὑπερήφανος]], [[ὑβριστικός]], Εὐστ. 561. 1, Ἡσύχ. ἐν λ. κατεπλατύνετο.
|lstext='''καθυπερηφανεύομαι''': [[γίνομαι]] καθ’ ὑπερβολὴν [[ὑπερήφανος]], [[ὑβριστικός]], Εὐστ. 561. 1, Ἡσύχ. ἐν λ. κατεπλατύνετο.
}}
{{grml
|mltxt=[[καθυπερηφανεύομαι]] (Μ)<br />(επιτατ. του [[υπερηφανεύομαι]]) φέρομαι σε κάποιον περήφανα, αγέρωχα, αλαζονικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>) - <span style="color: red;">+</span> [[ὑπερηφανεύομαι]] <span style="color: red;"><</span> [[ὑπερήφανος]].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1289] gegen Einen sich übermüthig betragen, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

καθυπερηφανεύομαι: γίνομαι καθ’ ὑπερβολὴν ὑπερήφανος, ὑβριστικός, Εὐστ. 561. 1, Ἡσύχ. ἐν λ. κατεπλατύνετο.

Greek Monolingual

καθυπερηφανεύομαι (Μ)
(επιτατ. του υπερηφανεύομαι) φέρομαι σε κάποιον περήφανα, αγέρωχα, αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) - + ὑπερηφανεύομαι < ὑπερήφανος.