τριάνωρ: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(6_3) |
(41) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τριάνωρ''': [ᾱ], ἡ, ἡ [[τρεῖς]] ἄνδρας λαβοῦσα, ἡ Ἑλένη, Λυκόφρ. 851, κατὰ τὸν Σχολ. «[[πολύανδρος]]». | |lstext='''τριάνωρ''': [ᾱ], ἡ, ἡ [[τρεῖς]] ἄνδρας λαβοῦσα, ἡ Ἑλένη, Λυκόφρ. 851, κατὰ τὸν Σχολ. «[[πολύανδρος]]». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ορος, ἡ, Α<br />(για την Ελένη) αυτή που παντρεύτηκε [[τρεις]] φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>άνωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>άνωρ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾱ], ορος, ἡ,
A she that has had three husbands, of Helen, Lyc.851.
Greek (Liddell-Scott)
τριάνωρ: [ᾱ], ἡ, ἡ τρεῖς ἄνδρας λαβοῦσα, ἡ Ἑλένη, Λυκόφρ. 851, κατὰ τὸν Σχολ. «πολύανδρος».
Greek Monolingual
-ορος, ἡ, Α
(για την Ελένη) αυτή που παντρεύτηκε τρεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. πολυ-άνωρ].