καθιππεύω: Difference between revisions
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
(6_2) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθιππεύω''': [[καθιππάζομαι]], [[ἐπιτρέχω]] ἢ [[διατρέχω]] διὰ τοῦ ἱππικοῦ, τὰ πεδία Διον. Ἁλ. 3. 26, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 6. 2· ἐπὶ ἰχθύος, [[κῦμα]] καθ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 515: - Παθ. ποταμοὶ καθιππεύονται, ἐπὶ πεπηγότων ποταμῶν οὓς διέρχεταί τις [[ἔφιππος]], Ἀριστ. π. Θαυμασ. 168, Ἡρῳδιαν. 6. 7 2) ὁρμῶ [[ἔφιππος]] κατά τινος, τί δ’, εἰ καθιππεύσαιμεν Ἀργείων στρατῶν; «τί δέ, εἰ ἔφιπποι ὁρμήσαιμεν ἐπὶ τὸν στρατὸν τῶν Ἀργείων;» (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 732. | |lstext='''καθιππεύω''': [[καθιππάζομαι]], [[ἐπιτρέχω]] ἢ [[διατρέχω]] διὰ τοῦ ἱππικοῦ, τὰ πεδία Διον. Ἁλ. 3. 26, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 6. 2· ἐπὶ ἰχθύος, [[κῦμα]] καθ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 515: - Παθ. ποταμοὶ καθιππεύονται, ἐπὶ πεπηγότων ποταμῶν οὓς διέρχεταί τις [[ἔφιππος]], Ἀριστ. π. Θαυμασ. 168, Ἡρῳδιαν. 6. 7 2) ὁρμῶ [[ἔφιππος]] κατά τινος, τί δ’, εἰ καθιππεύσαιμεν Ἀργείων στρατῶν; «τί δέ, εἰ ἔφιπποι ὁρμήσαιμεν ἐπὶ τὸν στρατὸν τῶν Ἀργείων;» (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 732. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καθιππεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διατρέχω]] [[έφιππος]]<br /><b>2.</b> (για [[ψάρι]]) [[περνώ]] [[πάνω]] από..., [[καβαλικεύω]], [[πηδώ]] («κῡμα καθιππεύουσι», Οππ.)<br /><b>3.</b> [[καταβάλλω]] κάποιον με έφιππη [[προσβολή]] («τί δ' εἰ καθιππεύσαιμεν Ἀργείων στρατόν;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>καθιππεύομαι</i><br />(για παγωμένους ποταμούς) [[είναι]] δυνατόν να μέ διαβεί [[κανείς]] [[έφιππος]] («ποταμοί καθιππεύονται», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἱππεύω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἵππος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
A ride over, overrun with horse, τὰ πεδία Id.3.26, cf. Hdn.6.2.5; ride upon, οἶδμα Hymn.Is. 154; of fish, κῦμα κ. Opp.H.2.515:—Pass., of frozen rivers, to be ridden over, Arist.Mir.846b32, Hdn.6.7.6. 2 ride down, trample under foot, Ἀργείων στρατόν E.Ph.732. 3 conquer by means of a horse (i. e. the δούρειος ἵππος), Tryph.174.
German (Pape)
[Seite 1286] bereiten, darüber hinreiten, τὰ πεδία D. Hal. 3, 26; von Fischen, κῦμα καθιππεύουσιν Opp. Hal. 2, 515; bes. um zu plündern, Hdn. 6, 2, 14; wie καθιππάζομαι, überwältigen, εἰ καθιππεύσαιμεν Ἀργείων στρατόν Eur. Phoen. 739. – Pass. von Flüssen, ἐν πεδίου σχήματι καθιππεύονται, wenn sie gefroren sind, reitet man auf ihnen, wie auf dem Lande, Hdn. 6, 7, 15.
Greek (Liddell-Scott)
καθιππεύω: καθιππάζομαι, ἐπιτρέχω ἢ διατρέχω διὰ τοῦ ἱππικοῦ, τὰ πεδία Διον. Ἁλ. 3. 26, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 6. 2· ἐπὶ ἰχθύος, κῦμα καθ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 515: - Παθ. ποταμοὶ καθιππεύονται, ἐπὶ πεπηγότων ποταμῶν οὓς διέρχεταί τις ἔφιππος, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 168, Ἡρῳδιαν. 6. 7 2) ὁρμῶ ἔφιππος κατά τινος, τί δ’, εἰ καθιππεύσαιμεν Ἀργείων στρατῶν; «τί δέ, εἰ ἔφιπποι ὁρμήσαιμεν ἐπὶ τὸν στρατὸν τῶν Ἀργείων;» (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 732.
Greek Monolingual
καθιππεύω (Α)
1. διατρέχω έφιππος
2. (για ψάρι) περνώ πάνω από..., καβαλικεύω, πηδώ («κῡμα καθιππεύουσι», Οππ.)
3. καταβάλλω κάποιον με έφιππη προσβολή («τί δ' εἰ καθιππεύσαιμεν Ἀργείων στρατόν;», Ευρ.)
4. παθ. καθιππεύομαι
(για παγωμένους ποταμούς) είναι δυνατόν να μέ διαβεί κανείς έφιππος («ποταμοί καθιππεύονται», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἱππεύω (< ἵππος)].