καταπυρπολέω: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
(6_2) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταπυρπολέω''': [[καταστρέφω]] ἢ ἐρημώνω διὰ [[πυρός]], πυρπολῶ, [[κατακαίω]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 243, Πολύβ. 5. 19, 8. | |lstext='''καταπυρπολέω''': [[καταστρέφω]] ἢ ἐρημώνω διὰ [[πυρός]], πυρπολῶ, [[κατακαίω]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 243, Πολύβ. 5. 19, 8. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταπυρπολέω:''' сжигать (πάντα Polyb.): καταπεπυρπολημένος Arph. обгоревший. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A waste with fire, Ar.Th.243 (Pass.), Plb.5.19.8, Palaeph.52 (Pass.), Phalar.Ep.104.
German (Pape)
[Seite 1373] ganz verbrennen; Ar. Th. 243; Pol. 5, 19, 8.
Greek (Liddell-Scott)
καταπυρπολέω: καταστρέφω ἢ ἐρημώνω διὰ πυρός, πυρπολῶ, κατακαίω, Ἀριστοφ. Θεσμ. 243, Πολύβ. 5. 19, 8.
Russian (Dvoretsky)
καταπυρπολέω: сжигать (πάντα Polyb.): καταπεπυρπολημένος Arph. обгоревший.