μεσημβρίζω: Difference between revisions

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
(6_2)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσημβρίζω''': [[μεσημβριάζω]], Στράβ. 694, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 2, 1.
|lstext='''μεσημβρίζω''': [[μεσημβριάζω]], Στράβ. 694, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 2, 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεσημβρίζω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μεσημβριάζω]].
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσημβρίζω Medium diacritics: μεσημβρίζω Low diacritics: μεσημβρίζω Capitals: ΜΕΣΗΜΒΡΙΖΩ
Transliteration A: mesēmbrízō Transliteration B: mesēmbrizō Transliteration C: mesimvrizo Beta Code: meshmbri/zw

English (LSJ)

   A = μεσημβριάζω I, Str.15.1.21, J.AJ7.2.1.

German (Pape)

[Seite 137] = μεσημβριάζω; Strab. XV, 694 u. Ios.; Nonn. sagt D. 10, 142 μεσημβρίζουσα ἱμάσθλη ἠελίοιο.

Greek (Liddell-Scott)

μεσημβρίζω: μεσημβριάζω, Στράβ. 694, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 2, 1.

Greek Monolingual

μεσημβρίζω (Α)
βλ. μεσημβριάζω.