μεταγλωττίζω: Difference between revisions

From LSJ

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source
(6_2)
(24)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταγλωττίζω''': [[μεθερμηνεύω]], [[μεταφράζω]], Χειρόγραφ. παρὰ Pasin. Cod. Taur. 1. σ. 473.
|lstext='''μεταγλωττίζω''': [[μεθερμηνεύω]], [[μεταφράζω]], Χειρόγραφ. παρὰ Pasin. Cod. Taur. 1. σ. 473.
}}
{{grml
|mltxt=(Μ [[μεταγλωττίζω]])<br />[[μεταφέρω]] [[κείμενο]] από μια [[γλώσσα]] σε [[άλλη]], [[μεθερμηνεύω]], [[μεταφράζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μεταφέρω]] [[κείμενο]] από μια [[μορφή]] γλώσσας σε [[άλλη]] της ίδιας γλώσσας («δυσκολεύτηκα να μεταγλωττίσω το αρχαίο [[κείμενο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γλῶττα]] «[[γλώσσα]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 07:37, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 145] verdolmetschen, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

μεταγλωττίζω: μεθερμηνεύω, μεταφράζω, Χειρόγραφ. παρὰ Pasin. Cod. Taur. 1. σ. 473.

Greek Monolingual

μεταγλωττίζω)
μεταφέρω κείμενο από μια γλώσσα σε άλλη, μεθερμηνεύω, μεταφράζω
νεοελλ.
μεταφέρω κείμενο από μια μορφή γλώσσας σε άλλη της ίδιας γλώσσας («δυσκολεύτηκα να μεταγλωττίσω το αρχαίο κείμενο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + γλῶττα «γλώσσα»)].