πενταφύλακος: Difference between revisions
From LSJ
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
(6_17) |
(31) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πενταφύλακος''': -ον, ὁ διῃρημένος εἰς [[πέντε]] φυλακάς, νὺξ Στησίχ. 52. | |lstext='''πενταφύλακος''': -ον, ὁ διῃρημένος εἰς [[πέντε]] φυλακάς, νὺξ Στησίχ. 52. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[πεντεφύλακος]], -ον, Α<br />(για [[χρονικό]] [[διάστημα]] μιας ημέρας ή μιας νύχτας) αυτός που έχει διαιρεθεί σε [[πέντε]] φρουρές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- / <i>πεντε</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φύλακος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φυλακή]]), <b>πρβλ.</b> <i>τρι</i>-[[φύλακος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A divided into five watches, νύξ Stesich. 55 (πεντε- codd.).
Greek (Liddell-Scott)
πενταφύλακος: -ον, ὁ διῃρημένος εἰς πέντε φυλακάς, νὺξ Στησίχ. 52.
Greek Monolingual
και πεντεφύλακος, -ον, Α
(για χρονικό διάστημα μιας ημέρας ή μιας νύχτας) αυτός που έχει διαιρεθεί σε πέντε φρουρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- / πεντε- + -φύλακος (< φυλακή), πρβλ. τρι-φύλακος.