πιλόω: Difference between revisions
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῑλόω''': [[πιλέω]], ἐπὶ τῆς ἐνεργείας τοῦ ψύχους, [[συστέλλω]], [[μανόω]], ὁ χειμὼν πιλώσας τὰς ῥίζας Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 23, 5, πρβλ. 1. 12, 3, κτλ. ― Παθ., νέφη ἐκ τῶν ἀτμῶν πιλοῦσθαι Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 898Α. | |lstext='''πῑλόω''': [[πιλέω]], ἐπὶ τῆς ἐνεργείας τοῦ ψύχους, [[συστέλλω]], [[μανόω]], ὁ χειμὼν πιλώσας τὰς ῥίζας Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 23, 5, πρβλ. 1. 12, 3, κτλ. ― Παθ., νέφη ἐκ τῶν ἀτμῶν πιλοῦσθαι Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 898Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[πιλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
=πιλέω, of the effect of cold,
A contract, opp. μανόω, ὁ χειμὼν πιλώσας τὰς ῥίζας Thphr.CP
German (Pape)
[Seite 615] = πιλέω, Theophr. u. Sp.; Eubul. bei Ath. II, 65 c, πλεκτάνας.
Greek (Liddell-Scott)
πῑλόω: πιλέω, ἐπὶ τῆς ἐνεργείας τοῦ ψύχους, συστέλλω, μανόω, ὁ χειμὼν πιλώσας τὰς ῥίζας Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 23, 5, πρβλ. 1. 12, 3, κτλ. ― Παθ., νέφη ἐκ τῶν ἀτμῶν πιλοῦσθαι Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 898Α.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. πιλέω.