ὁπλουργός: Difference between revisions
From LSJ
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
(6_16) |
(29) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁπλουργός''': -όν, = [[ὁπλοποιός]], Πτολ. Τετράβ. 180. | |lstext='''ὁπλουργός''': -όν, = [[ὁπλοποιός]], Πτολ. Τετράβ. 180. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ὁπλουργός]])<br />[[κατασκευαστής]] όπλων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> [[στρατιωτικός]] με ειδικές γνώσεις και [[εμπειρία]] στην [[επισκευή]] όπλων διαφόρων τύπων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅπλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>μαχαιρ</i>-<i>ουργός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = ὁπλοποιός, Ptol.Tetr.180.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπλουργός: -όν, = ὁπλοποιός, Πτολ. Τετράβ. 180.
Greek Monolingual
ο (Α ὁπλουργός)
κατασκευαστής όπλων
νεοελλ.
στρ. στρατιωτικός με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στην επισκευή όπλων διαφόρων τύπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρ-ουργός].