ὠνητής: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠνητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ὠνούμενος, ἀγοράζων, [[ἀγοραστής]], Ξεν. Οἰκ. 2. 3, Πλούτ., κλπ.· τινος Πλάτ. Ἐρυξ. 394Ε, Αἰσχίν. 15. 26, Ἰσαῖ. παρὰ [[Πολυδ]]. Γ΄, 81, Πλουτ. Ἀγησ. 9· ὠνητὴν λαβεῖν, εὑρεῖν ἀγοραστήν, Ἀντιφάν. ἐν «Μοιχοῖς» 1. 7. 2) ὁ ἀναλαμβάνων τι διὰ συμβολαίου, [[μισθωτής]], πακτωτής, [[ἐργολάβος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 102· μισθωτὴς μεταλλείων, [[αὐτόθι]] 162, κατὰ τὸν Böckh.
|lstext='''ὠνητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ὠνούμενος, ἀγοράζων, [[ἀγοραστής]], Ξεν. Οἰκ. 2. 3, Πλούτ., κλπ.· τινος Πλάτ. Ἐρυξ. 394Ε, Αἰσχίν. 15. 26, Ἰσαῖ. παρὰ [[Πολυδ]]. Γ΄, 81, Πλουτ. Ἀγησ. 9· ὠνητὴν λαβεῖν, εὑρεῖν ἀγοραστήν, Ἀντιφάν. ἐν «Μοιχοῖς» 1. 7. 2) ὁ ἀναλαμβάνων τι διὰ συμβολαίου, [[μισθωτής]], πακτωτής, [[ἐργολάβος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 102· μισθωτὴς μεταλλείων, [[αὐτόθι]] 162, κατὰ τὸν Böckh.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />acheteur.<br />'''Étymologie:''' [[ὠνέομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠνητής Medium diacritics: ὠνητής Low diacritics: ωνητής Capitals: ΩΝΗΤΗΣ
Transliteration A: ōnētḗs Transliteration B: ōnētēs Transliteration C: onitis Beta Code: w)nhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A buyer, purchaser, X.Oec. 2.3, Thphr.Char.12.8, Is.Fr.173, Plu.Cat.Mi.36, etc.; τινος of something, Pl.Erx.394e, Aeschin.1.108, Plu.Ages.9; ὠνητὴν λαβεῖν to find a purchaser, Antiph.161.7.    2 contractor, IG22.1596.3; lessee of mines, ib.1587.4, al.

Greek (Liddell-Scott)

ὠνητής: -οῦ, ὁ, ὁ ὠνούμενος, ἀγοράζων, ἀγοραστής, Ξεν. Οἰκ. 2. 3, Πλούτ., κλπ.· τινος Πλάτ. Ἐρυξ. 394Ε, Αἰσχίν. 15. 26, Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 81, Πλουτ. Ἀγησ. 9· ὠνητὴν λαβεῖν, εὑρεῖν ἀγοραστήν, Ἀντιφάν. ἐν «Μοιχοῖς» 1. 7. 2) ὁ ἀναλαμβάνων τι διὰ συμβολαίου, μισθωτής, πακτωτής, ἐργολάβος, Συλλ. Ἐπιγρ. 102· μισθωτὴς μεταλλείων, αὐτόθι 162, κατὰ τὸν Böckh.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
acheteur.
Étymologie: ὠνέομαι.