βουμελία: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(6_9)
(7)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βουμελία''': ἡ, [[εἶδος]] [[μεγάλης]] μελίας, πελωρίας δρυός, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 11, 4., 4. 8, 2˙ -διάφ. γραφ. βουμέλιος, ὁ.
|lstext='''βουμελία''': ἡ, [[εἶδος]] [[μεγάλης]] μελίας, πελωρίας δρυός, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 11, 4., 4. 8, 2˙ -διάφ. γραφ. βουμέλιος, ὁ.
}}
{{grml
|mltxt=[[βουμελία]], η (Α)<br />[[είδος]] [[μεγάλης]] μελίης, φλαμουριάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>βου</i>- επιτατικό (<span style="color: red;"><</span> [[βους]]) <span style="color: red;">+</span> [[μελία]] «[[φλαμουριά]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[βουκόρυζα]], [[βούπαις]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουμελία Medium diacritics: βουμελία Low diacritics: βουμελία Capitals: ΒΟΥΜΕΛΙΑ
Transliteration A: boumelía Transliteration B: boumelia Transliteration C: voumelia Beta Code: boumeli/a

English (LSJ)

ἡ,

   A ash, Fraxinus excelsior, Thphr.HP3.11.4, 4.8.2 (v.l. βουμέλιος, ὁ).

German (Pape)

[Seite 458] ἡ, eine Eschenart, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

βουμελία: ἡ, εἶδος μεγάλης μελίας, πελωρίας δρυός, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 11, 4., 4. 8, 2˙ -διάφ. γραφ. βουμέλιος, ὁ.

Greek Monolingual

βουμελία, η (Α)
είδος μεγάλης μελίης, φλαμουριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βου- επιτατικό (< βους) + μελία «φλαμουριά» (πρβλ. βουκόρυζα, βούπαις κ.ά.)].