τετράγναθος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετράγνᾰθος''': -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας γνάθους, σιαγόνας, φαλαγγίων τῶν τετραγνάθων καλουμένων Στράβ. 772, Αἰλ. π. Ζ. 17. 40.
|lstext='''τετράγνᾰθος''': -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας γνάθους, σιαγόνας, φαλαγγίων τῶν τετραγνάθων καλουμένων Στράβ. 772, Αἰλ. π. Ζ. 17. 40.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à quatre mâchoires ; τὸ τετράγναθον insecte, sorte d’araignée venimeuse.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[γνάθος]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράγνᾰθος Medium diacritics: τετράγναθος Low diacritics: τετράγναθος Capitals: ΤΕΤΡΑΓΝΑΘΟΣ
Transliteration A: tetrágnathos Transliteration B: tetragnathos Transliteration C: tetragnathos Beta Code: tetra/gnaqos

English (LSJ)

ον,

   A with four jaws, φαλάγγια Str.16.4.12, cf. Agatharch.59, Ael.NA17.40.

German (Pape)

[Seite 1097] mit vier Kinnbacken; τὸ τετράγν., eine giftige Spinnenart, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

τετράγνᾰθος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας γνάθους, σιαγόνας, φαλαγγίων τῶν τετραγνάθων καλουμένων Στράβ. 772, Αἰλ. π. Ζ. 17. 40.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre mâchoires ; τὸ τετράγναθον insecte, sorte d’araignée venimeuse.
Étymologie: τέσσαρες, γνάθος.