ἐφοδευτής: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich

Menander, Monostichoi, 266
(6_19)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφοδευτής''': -οῦ, ὁ περιερχόμενος πρὸς ἐξέτασιν: - [[κατάκοπος]], Ἀκύλας ἐν Γενέσ. ΜΒ΄, 9.
|lstext='''ἐφοδευτής''': -οῦ, ὁ περιερχόμενος πρὸς ἐξέτασιν: - [[κατάκοπος]], Ἀκύλας ἐν Γενέσ. ΜΒ΄, 9.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἐφοδευτής]]) [[εφοδεύω]]<br />ο [[αξιωματικός]] που κάνει έφοδο για έλεγχο, για [[επιθεώρηση]] τών φρουρών.
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφοδευτής Medium diacritics: ἐφοδευτής Low diacritics: εφοδευτής Capitals: ΕΦΟΔΕΥΤΗΣ
Transliteration A: ephodeutḗs Transliteration B: ephodeutēs Transliteration C: efodeftis Beta Code: e)fodeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who goes the rounds: spy, Aq.Ge.42.9.

German (Pape)

[Seite 1121] ὁ, der herumgeht u. ausspäht, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφοδευτής: -οῦ, ὁ περιερχόμενος πρὸς ἐξέτασιν: - κατάκοπος, Ἀκύλας ἐν Γενέσ. ΜΒ΄, 9.

Greek Monolingual

ο (Α ἐφοδευτής) εφοδεύω
ο αξιωματικός που κάνει έφοδο για έλεγχο, για επιθεώρηση τών φρουρών.