φερώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φερώνῠμος''': -ον, ὁ φέρων τὸ ὄνομά τινος, ὠνομασμένος ἔκ τινος, [[μετὰ]] γεν., Ὀρφ. Ἀργ. 717, Νόνν., κλπ.· [[καλῶς]] ὀνομασθείς, ὡς τὸ [[ἐπώνυμος]], Νικ. Θηρ. 666, Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 8, Κόλουθ. 242, κλπ. ― Ἐπίρρ. -μως, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6, 20, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 22.
|lstext='''φερώνῠμος''': -ον, ὁ φέρων τὸ ὄνομά τινος, ὠνομασμένος ἔκ τινος, [[μετὰ]] γεν., Ὀρφ. Ἀργ. 717, Νόνν., κλπ.· [[καλῶς]] ὀνομασθείς, ὡς τὸ [[ἐπώνυμος]], Νικ. Θηρ. 666, Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 8, Κόλουθ. 242, κλπ. ― Ἐπίρρ. -μως, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6, 20, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 22.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont le nom convient, qui porte un nom significatif, bien nommé.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]], [[ὄνομα]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φερώνῠμος Medium diacritics: φερώνυμος Low diacritics: φερώνυμος Capitals: ΦΕΡΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: pherṓnymos Transliteration B: pherōnymos Transliteration C: feronymos Beta Code: ferw/numos

English (LSJ)

ον,

   A bearing the name of, named after, τινός Nic.Th.666, Orph.A.719, Coluth.246, Theol.Ar.19, Nonn.D.13.69; ἔκ τινος Id.5.71: well-named, like ἐπώνυμος, Ael.NA17.8. Adv. -μως Arist.Mu.399a19, Heraclit.All. 22.

German (Pape)

[Seite 1266] den Namen von einer bestimmten Veranlassung tragend, führend, den Namen nach Etwas habend, c. gen. Dah. den Namen mit Wahrheit führend, bes. sp. D., wie Nic. Th. 666 Nonn. D. 8, 75 Coluth. 246 Christodor. 1, 32; Schol. Lycophr. 1; Ael. H. A. 17, 8. – Adv., Arist. mund. 6 Heraclid. alleg. 22.

Greek (Liddell-Scott)

φερώνῠμος: -ον, ὁ φέρων τὸ ὄνομά τινος, ὠνομασμένος ἔκ τινος, μετὰ γεν., Ὀρφ. Ἀργ. 717, Νόνν., κλπ.· καλῶς ὀνομασθείς, ὡς τὸ ἐπώνυμος, Νικ. Θηρ. 666, Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 8, Κόλουθ. 242, κλπ. ― Ἐπίρρ. -μως, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6, 20, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont le nom convient, qui porte un nom significatif, bien nommé.
Étymologie: φέρω, ὄνομα.