ἐξεύρεσις: Difference between revisions
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξεύρεσις''': -εως, ἡ [[ἀναζήτησις]], [[ἔρευνα]], ἀπεῖχον τῆς ἐξευρέσιος Ἡρόδ. 1. 67. 2) [[ἐφεύρεσις]], ὁ αὐτὸς 1. 94. 3) τὸ ἀναζητεῖν καὶ ἐξευρίσκειν τι, ὁ [[νόμος]] ἄρα βούλεται τοῦ ὄντος [[εἶναι]] [[ἐξεύρεσις]] Πλάτ. [[Μίνως]] 315Α. | |lstext='''ἐξεύρεσις''': -εως, ἡ [[ἀναζήτησις]], [[ἔρευνα]], ἀπεῖχον τῆς ἐξευρέσιος Ἡρόδ. 1. 67. 2) [[ἐφεύρεσις]], ὁ αὐτὸς 1. 94. 3) τὸ ἀναζητεῖν καὶ ἐξευρίσκειν τι, ὁ [[νόμος]] ἄρα βούλεται τοῦ ὄντος [[εἶναι]] [[ἐξεύρεσις]] Πλάτ. [[Μίνως]] 315Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />invention, découverte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξευρίσκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A searching out, search, Hdt.1.67. 2 finding out, invention, ib.94. 3 discovery, τοῦ ὄντος Pl.Min.315a.
German (Pape)
[Seite 880] ἡ, das Ausfinden, die Erfindung; Her. 1, 67; Plat. Min. 315 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεύρεσις: -εως, ἡ ἀναζήτησις, ἔρευνα, ἀπεῖχον τῆς ἐξευρέσιος Ἡρόδ. 1. 67. 2) ἐφεύρεσις, ὁ αὐτὸς 1. 94. 3) τὸ ἀναζητεῖν καὶ ἐξευρίσκειν τι, ὁ νόμος ἄρα βούλεται τοῦ ὄντος εἶναι ἐξεύρεσις Πλάτ. Μίνως 315Α.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
invention, découverte.
Étymologie: ἐξευρίσκω.