Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιστολικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(6_10)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιστολικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] δι’ ἐπιστολήν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 620 ἔχων [[ὕφος]] ἐπιστολῆς, λόγοι Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 1. 3· βιβλία Διογ. Λ. 10. 25· χαρακτὴρ Δημ. Φαληρ. 223.
|lstext='''ἐπιστολικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] δι’ ἐπιστολήν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 620 ἔχων [[ὕφος]] ἐπιστολῆς, λόγοι Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 1. 3· βιβλία Διογ. Λ. 10. 25· χαρακτὴρ Δημ. Φαληρ. 223.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιστολικός]], -ή, -όν) [[επιστολή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[επιστολή]]<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[επιστολή]], [[χρήσιμος]] για [[αλληλογραφία]] («[[επιστολικός]] [[χάρτης]]»)<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που έχει ύφος το οποίο ταιριάζει σε [[επιστολή]] («επιστολικό ύφος», «ἐπιστολικοὶ λόγοι», «ἐπιστολικὸς [[χαρακτήρ]]»).
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστολικός Medium diacritics: ἐπιστολικός Low diacritics: επιστολικός Capitals: ΕΠΙΣΤΟΛΙΚΟΣ
Transliteration A: epistolikós Transliteration B: epistolikos Transliteration C: epistolikos Beta Code: e)pistoliko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A suited to a letter, Arist.Fr.670; in the style of letters, λόγοι D.H.Lys.1.3; as book-title, Gal.8.150, D.L.10.25, prob. cj. in Sor.2.53; χαρακτήρ Demetr.Eloc.223, Ap.Ty.Ep.19. Adv. ἐπιστολ-κῶς Demetr.Eloc.233.

German (Pape)

[Seite 985] ή, όν, zum Briefe gehörig, brieflich, λόγοι D. Hal. iud. de Lys. 1. 3, öfter bei Rhett.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστολικός: -ή, -όν, κατάλληλος δι’ ἐπιστολήν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 620 ἔχων ὕφος ἐπιστολῆς, λόγοι Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 1. 3· βιβλία Διογ. Λ. 10. 25· χαρακτὴρ Δημ. Φαληρ. 223.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιστολικός, -ή, -όν) επιστολή
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστολή
2. ο κατάλληλος για επιστολή, χρήσιμος για αλληλογραφίαεπιστολικός χάρτης»)
3. εκείνος που έχει ύφος το οποίο ταιριάζει σε επιστολή («επιστολικό ύφος», «ἐπιστολικοὶ λόγοι», «ἐπιστολικὸς χαρακτήρ»).