ἀνοησία: Difference between revisions
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Money finds men friends → Invenit amicos hominibus pecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
(6_9) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνοησία''': ἡ, [[ἔλλειψις]] νοῦ, Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἀβέλτερος]] περὶ τὸ [[τέλος]]. ΙΙ. = [[ἀκαταληψία]], τὸ ἀκατάληπτον, τὸ ἀκατανόητον, Διονύσ. Ἀρεοπ. περὶ Θείων Ὀνομ. 1. 1, σ. 376. | |lstext='''ἀνοησία''': ἡ, [[ἔλλειψις]] νοῦ, Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἀβέλτερος]] περὶ τὸ [[τέλος]]. ΙΙ. = [[ἀκαταληψία]], τὸ ἀκατάληπτον, τὸ ἀκατανόητον, Διονύσ. Ἀρεοπ. περὶ Θείων Ὀνομ. 1. 1, σ. 376. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[carencia de sensatez]], [[insensatez]] Aq.<i>Ps</i>.48.14, Sud.s.u. [[ἀβέλτερος]].<br /><b class="num">2</b> [[intuición mística]] θεωρεῖται ... ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως Porph.<i>Sent</i>.25, de Dios [[ἀλογία]] καὶ ἀ. καὶ [[ἀνωνυμία]] Dion.Ar.M.3.588B.<br /><b class="num">3</b> [[incapacidad de pensar]] ὁ νοῦς ἐπίνοιαν οὐδεμίαν ἐν ἑαυτῷ ἀνοησίας ἔχων Porph.<i>Sent</i>.44. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 21 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A want of understanding, Suid. s.v. ἀβέλτερος. 2 opp. νόησις, un-knowing, i.e. mystical vision, θεωρεῖται ἀνοησία κρείττονι νοήσεως Porph.Sent.25. 3 mindlessness, ib.44.
German (Pape)
[Seite 239] ἡ (ἀνόητος), Gedankenlosigkeit, Unverstand, Sp. S. ἀνοητία.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοησία: ἡ, ἔλλειψις νοῦ, Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀβέλτερος περὶ τὸ τέλος. ΙΙ. = ἀκαταληψία, τὸ ἀκατάληπτον, τὸ ἀκατανόητον, Διονύσ. Ἀρεοπ. περὶ Θείων Ὀνομ. 1. 1, σ. 376.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 carencia de sensatez, insensatez Aq.Ps.48.14, Sud.s.u. ἀβέλτερος.
2 intuición mística θεωρεῖται ... ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως Porph.Sent.25, de Dios ἀλογία καὶ ἀ. καὶ ἀνωνυμία Dion.Ar.M.3.588B.
3 incapacidad de pensar ὁ νοῦς ἐπίνοιαν οὐδεμίαν ἐν ἑαυτῷ ἀνοησίας ἔχων Porph.Sent.44.