ἐμβόλιμος: Difference between revisions
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
(6_18) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμβόλιμος''': -ον, παρεμβληθείς, [[παρείσακτος]], μὴν ἐμβ. Ἡρόδ. 1. 32., 2. 4· ἐμβ. μῆνα ἄγειν Συλλ. Ἐπιγρ. 2693e· τὰ ἐμβ., στίχοι παρείσακτοι, νόθοι, Ἀριστ. Ποιητ. 18, 20. Παρ’ Εὐπόλιδι ἐν «Δήμοις» 38, τὸ ἐμβ. παῖδες πρέπει νὰ σημαίνῃ ὑποβολιμαῖοι, νόθοι, ἀλλ’ ὁ L. Dind. προτείνει ἐκβόλιμοι, ἐκτρωματιαῖοι. | |lstext='''ἐμβόλιμος''': -ον, παρεμβληθείς, [[παρείσακτος]], μὴν ἐμβ. Ἡρόδ. 1. 32., 2. 4· ἐμβ. μῆνα ἄγειν Συλλ. Ἐπιγρ. 2693e· τὰ ἐμβ., στίχοι παρείσακτοι, νόθοι, Ἀριστ. Ποιητ. 18, 20. Παρ’ Εὐπόλιδι ἐν «Δήμοις» 38, τὸ ἐμβ. παῖδες πρέπει νὰ σημαίνῃ ὑποβολιμαῖοι, νόθοι, ἀλλ’ ὁ L. Dind. προτείνει ἐκβόλιμοι, ἐκτρωματιαῖοι. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />intercalé, intercalaire (mois, jour, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβάλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A intercalated, μὴν ἐ. intercalary month, Hdt.1.32 (without μήν, 2.4); ἐ. μῆνα ἄγειν CIG2693e (Mylasa); ἡμέρα. Inscr.Prien.105.76, D.C.48.33. 2 τὰ ἐ. choral interludes, Arist.Po.1456a29. 3 ἐ. ἔπη interpolated lines, Hsch.; ἐ. παῖδες supposititious (nisi leg. ἐκβ-), Eup.103; ἐ. βασιλεύς fictitious, J.Ap.1.26.
German (Pape)
[Seite 806] eingeschaltet; μήν Her. 1, 32. 2, 4 u. Sp., wie Plut. Num. 18 D. Sic. 1, 50; ἡμέρα D. Cass. 48, 33. – Untergeschoben, Hesych. ἔπη; – παῖδες Eupol. bei Schol. Ar. Nub. 1001, scheint in ἐκβόλιμοι zu ändern.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβόλιμος: -ον, παρεμβληθείς, παρείσακτος, μὴν ἐμβ. Ἡρόδ. 1. 32., 2. 4· ἐμβ. μῆνα ἄγειν Συλλ. Ἐπιγρ. 2693e· τὰ ἐμβ., στίχοι παρείσακτοι, νόθοι, Ἀριστ. Ποιητ. 18, 20. Παρ’ Εὐπόλιδι ἐν «Δήμοις» 38, τὸ ἐμβ. παῖδες πρέπει νὰ σημαίνῃ ὑποβολιμαῖοι, νόθοι, ἀλλ’ ὁ L. Dind. προτείνει ἐκβόλιμοι, ἐκτρωματιαῖοι.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
intercalé, intercalaire (mois, jour, etc.).
Étymologie: ἐμβάλλω.