ἔφεκτος: Difference between revisions
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
(6_18) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔφεκτος''': -ον, περιέχων 1+1/6, Βιτρούβ. 3. 1, 12· [[τόκος]] ἔφ., ὅτε ἀπετίνετο ὡς [[τόκος]] τὸ ἕκτον τοῦ κεφαλαίου, = 162/3 ἐπὶ τοῖς [[ἑκατόν]], (πρβλ. [[ἐπωβελία]]), Δημ. 944. 10: πρβλ. [[ἐπίτριτος]]. | |lstext='''ἔφεκτος''': -ον, περιέχων 1+1/6, Βιτρούβ. 3. 1, 12· [[τόκος]] ἔφ., ὅτε ἀπετίνετο ὡς [[τόκος]] τὸ ἕκτον τοῦ κεφαλαίου, = 162/3 ἐπὶ τοῖς [[ἑκατόν]], (πρβλ. [[ἐπωβελία]]), Δημ. 944. 10: πρβλ. [[ἐπίτριτος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui contient un entier et un sixième ; [[τόκος]] [[ἔφεκτος]] intérêts à un sixième du capital.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἕκτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A containing 1 + 1/6, Vitr.3.1.6; τόκος ἔ. when 1/6 of the principal was paid as interest, = 16 2/3 %, D.34.23: ἔφεκτον, τό, charge of 1/6 on payments for grain-transport, PLond.ined.2093 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1114] ein Ganzes u. ein Sechstel enthaltend (7/6), τόκος ἔφεκτος, das Kapital u. der sechste Theil dazu, Dem. 34, 24; Harpocr. ὁ ἐπὶ τῷ ἕκτῳ τοῦ κεφαλαίου (162/3 Procent).
Greek (Liddell-Scott)
ἔφεκτος: -ον, περιέχων 1+1/6, Βιτρούβ. 3. 1, 12· τόκος ἔφ., ὅτε ἀπετίνετο ὡς τόκος τὸ ἕκτον τοῦ κεφαλαίου, = 162/3 ἐπὶ τοῖς ἑκατόν, (πρβλ. ἐπωβελία), Δημ. 944. 10: πρβλ. ἐπίτριτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui contient un entier et un sixième ; τόκος ἔφεκτος intérêts à un sixième du capital.
Étymologie: ἐπί, ἕκτος.