σπούδαξ: Difference between revisions
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
(6_4) |
(38) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπούδαξ''': «ἀλεκτρίβανος» Ἡσύχ. | |lstext='''σπούδαξ''': «ἀλεκτρίβανος» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀλετρίβανος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαλεκτικός [[εκφραστικός]] τ. <span style="color: red;"><</span> [[σπουδή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αὖλ</i>-<i>αξ</i>). Η σημ. του τ. «[[γουδί]]», αν δεν [[είναι]] μτφ., θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται στη σημ. της ρίζας του ρ. [[σπεύδω]] «[[πιέζω]], [[συνθλίβω]]» (<b>βλ.</b> [[σπεύδω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ἀλετρίβανος, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
σπούδαξ: «ἀλεκτρίβανος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀλετρίβανος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός εκφραστικός τ. < σπουδή + επίθημα -αξ (πρβλ. αὖλ-αξ). Η σημ. του τ. «γουδί», αν δεν είναι μτφ., θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται στη σημ. της ρίζας του ρ. σπεύδω «πιέζω, συνθλίβω» (βλ. σπεύδω)].