ὑπόπλατυς: Difference between revisions
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
(6_22) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόπλᾰτυς''': υ, ὀλίγον τι [[πλατύς]], κἄπως ἐκτεταμένος, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 185, Διοσκ. 3. 105. ΙΙ. [[ὑφάλμυρος]], ὀλίγον [[ἁλμυρός]], Δικαίαρχ. § 26, πρβλ. Wessel. εἰς Ἡρόδ. 2. 108. | |lstext='''ὑπόπλᾰτυς''': υ, ὀλίγον τι [[πλατύς]], κἄπως ἐκτεταμένος, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 185, Διοσκ. 3. 105. ΙΙ. [[ὑφάλμυρος]], ὀλίγον [[ἁλμυρός]], Δικαίαρχ. § 26, πρβλ. Wessel. εἰς Ἡρόδ. 2. 108. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-υ, Α [[πλατύς]]<br /><b>1.</b> ο [[κάπως]] [[πλατύς]], [[εκτεταμένος]] («τὰ ἐν τοῑσι στήθεσι ἐρυθήματα ὑποπλάτεα», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> ο [[ελαφρώς]] [[αλμυρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
υ,
A somewhat extended, ἐν τοῖσι στήθεσι ἐρυθήματα ὑ. Hp.Coac.410. 2 rather flat, σπέρμα [ἀλύσσου] Dsc.3.91; σχῆμα ὑ. ὁμοίως τοῖς φακοῖς Gal.6.551. II somewhat salt, brackish, Dicaearch.1.27.
German (Pape)
[Seite 1229] υ, etwas breit, flach, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόπλᾰτυς: υ, ὀλίγον τι πλατύς, κἄπως ἐκτεταμένος, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 185, Διοσκ. 3. 105. ΙΙ. ὑφάλμυρος, ὀλίγον ἁλμυρός, Δικαίαρχ. § 26, πρβλ. Wessel. εἰς Ἡρόδ. 2. 108.
Greek Monolingual
-υ, Α πλατύς
1. ο κάπως πλατύς, εκτεταμένος («τὰ ἐν τοῑσι στήθεσι ἐρυθήματα ὑποπλάτεα», Ιπποκρ.)
2. ο ελαφρώς αλμυρός.