πισσάσφαλτος: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab
(6_9) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πισσάσφαλτος''': ἡ, [[κρᾶμα]] πίσσης καὶ ἀσφάλτου, Διοσκ. 1. 100, Πλίν. 24. 25, κτλ. | |lstext='''πισσάσφαλτος''': ἡ, [[κρᾶμα]] πίσσης καὶ ἀσφάλτου, Διοσκ. 1. 100, Πλίν. 24. 25, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ, αττ. τ. πιττάσφαλτος Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] της φυσικής ή της κατεργασμένης καθαρής ασφάλτου, ορυκτής προέλευσης ή προϊόντος πετρελαίου, αλλ. [[ασφαλτόπισσα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κράμα]] πίσσας και ασφάλτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίσσα]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄσφαλτος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
Att. πιττ-, ἡ,
A compound of asphalt and pitch, Dsc.1.73, Plin.HN24.41, etc.
German (Pape)
[Seite 619] ἡ, Erdpech mit Theer gemischt, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
πισσάσφαλτος: ἡ, κρᾶμα πίσσης καὶ ἀσφάλτου, Διοσκ. 1. 100, Πλίν. 24. 25, κτλ.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, αττ. τ. πιττάσφαλτος Α
νεοελλ.
ονομασία της φυσικής ή της κατεργασμένης καθαρής ασφάλτου, ορυκτής προέλευσης ή προϊόντος πετρελαίου, αλλ. ασφαλτόπισσα
αρχ.
κράμα πίσσας και ασφάλτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἄσφαλτος].