συμψηφίζω: Difference between revisions
From LSJ
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμψηφίζω''': [[συγκαταλέγω]], Πράξ. Ἀποστ. ιθʹ, 19. ― Παθητ., Ἐπιφάν., κλπ. ΙΙ. Μέσ., [[ψηφίζω]] μετά τινος, ψηφοφορῶ, τινι Ἀριστοφ. Λυσ. 142, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ηʹ, 15˙ ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθ., Βυζ. | |lstext='''συμψηφίζω''': [[συγκαταλέγω]], Πράξ. Ἀποστ. ιθʹ, 19. ― Παθητ., Ἐπιφάν., κλπ. ΙΙ. Μέσ., [[ψηφίζω]] μετά τινος, ψηφοφορῶ, τινι Ἀριστοφ. Λυσ. 142, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ηʹ, 15˙ ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθ., Βυζ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=compter ensemble;<br /><i><b>Moy.</b></i> συμψηφίζομαι voter avec, être d’accord avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ψηφίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
A reckon together, count up, Act.Ap.19.19, PMag.Leid. W.9.4; reckon in, add, PMag.Leid.V.11.2. II Med., vote with, τινι Ar.Lys.142, cf. Poll.8.15:—Pass., App.BC3.22, Sammelb.7378.9 (ii A.D.), v.l. in LXXJe.29(49).21.
German (Pape)
[Seite 994] mit- od. zusammenrechnen, N. T.; – med. mitstimmen, συμψήφισαί μοι, Ar. Lys. 142.
Greek (Liddell-Scott)
συμψηφίζω: συγκαταλέγω, Πράξ. Ἀποστ. ιθʹ, 19. ― Παθητ., Ἐπιφάν., κλπ. ΙΙ. Μέσ., ψηφίζω μετά τινος, ψηφοφορῶ, τινι Ἀριστοφ. Λυσ. 142, πρβλ. Πολυδ. Ηʹ, 15˙ ― ὡσαύτως ἐν τῷ παθ., Βυζ.
French (Bailly abrégé)
compter ensemble;
Moy. συμψηφίζομαι voter avec, être d’accord avec, τινι.
Étymologie: σύν, ψηφίζω.