ἀκοντιστικός: Difference between revisions
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκοντιστικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ ῥίπτειν [[ἀκόντιον]], Ξεν. Κύρ. 7, 5, 63. - Ὑπερθ. [[αὐτόθι]] 6. 2, 4· τὰ ἀκοντιστικά, ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἀκοντίζειν, Πλάτ. Θεάγ. 126Β. | |lstext='''ἀκοντιστικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ ῥίπτειν [[ἀκόντιον]], Ξεν. Κύρ. 7, 5, 63. - Ὑπερθ. [[αὐτόθι]] 6. 2, 4· τὰ ἀκοντιστικά, ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἀκοντίζειν, Πλάτ. Θεάγ. 126Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />habile à lancer le javelot.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκοντίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A skilled in throwing the dart, X.Cyr.7.5.63: Sup., ib.6.2.4; -κά, τά, art of throwing the dart, Pl.Thg.126b; -κή, ἡ, Ael.Tact. Praef., Arr.Tact.Praef. Adv. -κῶς Poll.3.151.
German (Pape)
[Seite 77] geschickt im Speerwerfen, Xen. Cyr. 7, 5, 63; superl. 6, 2, 4, wie Plat. Theag. 126 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοντιστικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ ῥίπτειν ἀκόντιον, Ξεν. Κύρ. 7, 5, 63. - Ὑπερθ. αὐτόθι 6. 2, 4· τὰ ἀκοντιστικά, ἡ τέχνη τοῦ ἀκοντίζειν, Πλάτ. Θεάγ. 126Β.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
habile à lancer le javelot.
Étymologie: ἀκοντίζω.