ὀσφύς: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀσφύς''': ἡ, γεν. ὀσφύος· αἰτ. ὀσφύν, [[ὡσαύτως]] ὀσφύα, Ἀνθ. Π. 12. 213· - τὸ κατὰ τοὺς νεφροὺς [[μέρος]] τῶν νώτων, «τὰ νεφρά», ἡ [[μέση]], Ἱππ. Ἀφ. 1248, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 2, κ. ἀλλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὦμμοι, Ἡρόδ. 2. 40, Αἰσχύλ. Πρ. 497· Μένανδρος ἐν «Μέθῃ» 1. 12· ἐπὶ σφηκῶν, ἔχουσι [[κέντρον]] ἐκ τῆς ὀσφύος Ἀριστοφ. Σφ. 225, πρβλ. 740· - ὁ Ξεν. περιγράφει τὴν ὀσφύν τοῦ ἵππου, - ὀσφὺς ἡ [[διπλῆ]] τῆς ἁπλῆς καὶ ἐγκαθῆσθαι μαλακωτέρα καὶ [[ἰδεῖν]] ἡδίων Ἱππ. 1, 11· αὕτη δὲ ἡ [[διπλῆ]] [[ὀσφύς]], καλουμένη [[οὕτως]] ὡς ἐκ τῆς αὔλακος ἥτις ἐκτείνεται κατὰ [[μῆκος]] τῆς σπονδυλικῆς στήλης, ἑρμηνεύεται οὐχὶ ἀκριβῶς duplex spina ὑπὸ τοῦ Οὐάρρωνος καὶ τοῦ Οὐεργιλίου ἐν τοῖς Γεωργ. 3. 87. 2) παρὰ τοῖς Ἑλληνισταῖς, μεταφορ., ὁ [[καρπὸς]] τῆς ὀσφύος, ἐπὶ υἱοῦ, Πράξ. Ἀποστ. β΄, 30, πρβλ. Ἑβδ. (Γεν. ΛΕ΄, 11, κ. ἀλλ.). 3) περιζώννυσθαι ἢ ἀναζώννυσθαι τὴν ὀσφύν Ἑβδ., καὶ Καιν. Διαθ. - Ὁ Κούρτ. κλίνει νὰ σχετίσῃ τὸ ὀσφὺς πρὸς τὸ ψύα, ψόα, παραβάλλων τὸ Σανσκρ. sphik (νεφροί).) [ῡ κατ’ ὀνομαστ. καὶ αἰτ. ἑνικ., [[ἅπερ]] φέρονται ὀσφῦς, ὀσφῦν παρὰ τῷ Ἡρῳδιανῷ π. μον. λέξ. σ. 31, Ἰω. Ἀλεξ. 8, Ἀρκάδ. 92· πρβλ. ὀφρῦς].
|lstext='''ὀσφύς''': ἡ, γεν. ὀσφύος· αἰτ. ὀσφύν, [[ὡσαύτως]] ὀσφύα, Ἀνθ. Π. 12. 213· - τὸ κατὰ τοὺς νεφροὺς [[μέρος]] τῶν νώτων, «τὰ νεφρά», ἡ [[μέση]], Ἱππ. Ἀφ. 1248, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 2, κ. ἀλλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὦμμοι, Ἡρόδ. 2. 40, Αἰσχύλ. Πρ. 497· Μένανδρος ἐν «Μέθῃ» 1. 12· ἐπὶ σφηκῶν, ἔχουσι [[κέντρον]] ἐκ τῆς ὀσφύος Ἀριστοφ. Σφ. 225, πρβλ. 740· - ὁ Ξεν. περιγράφει τὴν ὀσφύν τοῦ ἵππου, - ὀσφὺς ἡ [[διπλῆ]] τῆς ἁπλῆς καὶ ἐγκαθῆσθαι μαλακωτέρα καὶ [[ἰδεῖν]] ἡδίων Ἱππ. 1, 11· αὕτη δὲ ἡ [[διπλῆ]] [[ὀσφύς]], καλουμένη [[οὕτως]] ὡς ἐκ τῆς αὔλακος ἥτις ἐκτείνεται κατὰ [[μῆκος]] τῆς σπονδυλικῆς στήλης, ἑρμηνεύεται οὐχὶ ἀκριβῶς duplex spina ὑπὸ τοῦ Οὐάρρωνος καὶ τοῦ Οὐεργιλίου ἐν τοῖς Γεωργ. 3. 87. 2) παρὰ τοῖς Ἑλληνισταῖς, μεταφορ., ὁ [[καρπὸς]] τῆς ὀσφύος, ἐπὶ υἱοῦ, Πράξ. Ἀποστ. β΄, 30, πρβλ. Ἑβδ. (Γεν. ΛΕ΄, 11, κ. ἀλλ.). 3) περιζώννυσθαι ἢ ἀναζώννυσθαι τὴν ὀσφύν Ἑβδ., καὶ Καιν. Διαθ. - Ὁ Κούρτ. κλίνει νὰ σχετίσῃ τὸ ὀσφὺς πρὸς τὸ ψύα, ψόα, παραβάλλων τὸ Σανσκρ. sphik (νεφροί).) [ῡ κατ’ ὀνομαστ. καὶ αἰτ. ἑνικ., [[ἅπερ]] φέρονται ὀσφῦς, ὀσφῦν παρὰ τῷ Ἡρῳδιανῷ π. μον. λέξ. σ. 31, Ἰω. Ἀλεξ. 8, Ἀρκάδ. 92· πρβλ. ὀφρῦς].
}}
{{bailly
|btext=ὀσφύος (ἡ) :<br /><i>acc.</i> ὀσφύν, <i>rar.</i> ὀσφύα;<br />partie du corps au-dessus des hanches, reins, flanc.<br />'''Étymologie:''' DELG plusieurs parties du corps en -ύς, mais rien de plus.
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 401] ύος, ἡ, od. ὀσφῦς, Arcad. 92 (nach Arist. H. A. 1, 12 von ἰσοφυής), die Hüfte; μακρὰν ὀσφὺν πυρώσας, Aesch. Prom. 495, vom Schenkelknochen der Opfer, wie Ar. Pax 1018; Vesp. 225 heißt es von den Wespen ἔχουσι γὰρ καὶ κέντρον ἐκ τῆς ὀσφύος; – Her. 2, 40; Xen. Hipp. 1, 12 u. Sp. ὀσφὺς διπλῆ, die oberhalb der Hüften vorstehenden fleischigen Theile am Ende des Rückens, die Hanke. – Den acc. ὀσφύα hat Strat. 55 (XII, 213).

Greek (Liddell-Scott)

ὀσφύς: ἡ, γεν. ὀσφύος· αἰτ. ὀσφύν, ὡσαύτως ὀσφύα, Ἀνθ. Π. 12. 213· - τὸ κατὰ τοὺς νεφροὺς μέρος τῶν νώτων, «τὰ νεφρά», ἡ μέση, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 2, κ. ἀλλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὦμμοι, Ἡρόδ. 2. 40, Αἰσχύλ. Πρ. 497· Μένανδρος ἐν «Μέθῃ» 1. 12· ἐπὶ σφηκῶν, ἔχουσι κέντρον ἐκ τῆς ὀσφύος Ἀριστοφ. Σφ. 225, πρβλ. 740· - ὁ Ξεν. περιγράφει τὴν ὀσφύν τοῦ ἵππου, - ὀσφὺς ἡ διπλῆ τῆς ἁπλῆς καὶ ἐγκαθῆσθαι μαλακωτέρα καὶ ἰδεῖν ἡδίων Ἱππ. 1, 11· αὕτη δὲ ἡ διπλῆ ὀσφύς, καλουμένη οὕτως ὡς ἐκ τῆς αὔλακος ἥτις ἐκτείνεται κατὰ μῆκος τῆς σπονδυλικῆς στήλης, ἑρμηνεύεται οὐχὶ ἀκριβῶς duplex spina ὑπὸ τοῦ Οὐάρρωνος καὶ τοῦ Οὐεργιλίου ἐν τοῖς Γεωργ. 3. 87. 2) παρὰ τοῖς Ἑλληνισταῖς, μεταφορ., ὁ καρπὸς τῆς ὀσφύος, ἐπὶ υἱοῦ, Πράξ. Ἀποστ. β΄, 30, πρβλ. Ἑβδ. (Γεν. ΛΕ΄, 11, κ. ἀλλ.). 3) περιζώννυσθαι ἢ ἀναζώννυσθαι τὴν ὀσφύν Ἑβδ., καὶ Καιν. Διαθ. - Ὁ Κούρτ. κλίνει νὰ σχετίσῃ τὸ ὀσφὺς πρὸς τὸ ψύα, ψόα, παραβάλλων τὸ Σανσκρ. sphik (νεφροί).) [ῡ κατ’ ὀνομαστ. καὶ αἰτ. ἑνικ., ἅπερ φέρονται ὀσφῦς, ὀσφῦν παρὰ τῷ Ἡρῳδιανῷ π. μον. λέξ. σ. 31, Ἰω. Ἀλεξ. 8, Ἀρκάδ. 92· πρβλ. ὀφρῦς].

French (Bailly abrégé)

ὀσφύος (ἡ) :
acc. ὀσφύν, rar. ὀσφύα;
partie du corps au-dessus des hanches, reins, flanc.
Étymologie: DELG plusieurs parties du corps en -ύς, mais rien de plus.