ἰσοφυής
ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion
English (LSJ)
ἰσοφυές,
A of equal growth, i.e. symmetrical, coined as etym. of ὀσφύς, Arist.HA493a23.
2 like in character, Thphr. HP 3.7.4.
German (Pape)
[Seite 1268] von gleicher Beschaffenheit, Arist. H. A. 1, 13 u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἰσοφῠής: имеющий одинаковую природу, обладающий одинаковыми свойствами Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοφυής: -ές, ἐκ τῆς αὐτῆς οὐσίας, Ἀριστ.π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 2, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. α΄, 2. ― Ἐπίρρ. -ῶς, Ἀναστ. Σιν. 261C· ὡσαύτως, φυσικῶς, ἀντίθετον τῷ τυπικῶς, Γρηγ. Νύσσ.1. σ. 861C.
Greek Monolingual
ἰσοφυής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει αναπτυχθεί εξίσου, ο συμμετρικός
2. αυτός που έχει την ίδια φύση με κάποιον άλλο («ἰσοφυἠς καὶ ὁμοούσιος»).
επίρρ...
ἰσοφυῶς (Α)
με τρόπο φυσικό, φυσικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -φυής (< φύος < φύομαι), πρβλ. ευρυ-φυής μεγαλο-φυής].