σκηπάνη: Difference between revisions
From LSJ
Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.
(6_3) |
(37) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκηπάνη''': [ᾰ], ἡ, Α. Β. 794· ὑποκορ. σκηπάνιον, τό, Ἰλ. Ν. 59, Ω. 247· «[[βακτηρία]] ἢ [[σκῆπτρον]]» Ἡσύχ. | |lstext='''σκηπάνη''': [ᾰ], ἡ, Α. Β. 794· ὑποκορ. σκηπάνιον, τό, Ἰλ. Ν. 59, Ω. 247· «[[βακτηρία]] ἢ [[σκῆπτρον]]» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[βακτηρία]], [[μπαστούνι]]<br /><b>2.</b> [[σκήπτρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκηπ</i>- του [[σκήπτω]] «[[ακουμπώ]], [[στηρίζω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>άνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σκαπ</i>-<i>άνη</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A staff, Sch.D.T.p.196 H.; Dim. σκηπάνιον [ᾰ], τό, Il.13.59, 24.247, Call.Fr.anon.48, AP6.83 (Maced.); Dor. σκᾱπάνιον Hsch., Phot. s.v. σκίπων.
Greek (Liddell-Scott)
σκηπάνη: [ᾰ], ἡ, Α. Β. 794· ὑποκορ. σκηπάνιον, τό, Ἰλ. Ν. 59, Ω. 247· «βακτηρία ἢ σκῆπτρον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. βακτηρία, μπαστούνι
2. σκήπτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκηπ- του σκήπτω «ακουμπώ, στηρίζω» + επίθημα -άνη (πρβλ. σκαπ-άνη)].