ληνοβάτης: Difference between revisions
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
(6_3) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ληνοβάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ πατῶν τὰς σταφυλὰς ἐν τῷ ληνῷ, Ἱμερ. Λόγ. 6. 3· - [[ἐντεῦθεν]] ληνοβᾰτέω, πατῶ σταφυλὰς ἐν τῷ ληνῷ, Εὐστ. Πονημ. 150. 53. - Παθ., ληνοβατηθεισῶν τῶν ῥαγῶν [[αὐτόθι]] 355. 30. | |lstext='''ληνοβάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ πατῶν τὰς σταφυλὰς ἐν τῷ ληνῷ, Ἱμερ. Λόγ. 6. 3· - [[ἐντεῦθεν]] ληνοβᾰτέω, πατῶ σταφυλὰς ἐν τῷ ληνῷ, Εὐστ. Πονημ. 150. 53. - Παθ., ληνοβατηθεισῶν τῶν ῥαγῶν [[αὐτόθι]] 355. 30. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ληνοβάτης]], ὁ (ΑM)<br />αυτός που [[πατά]] τα σταφύλια στο [[πατητήρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ληνός]] «[[πατητήρι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δια</i>-[[βάτης]], <i>παρα</i>-[[βάτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A one who treads the wine-vat, Him.Or.6.3, 21.6, Sammelb.5810.12 (iv A.D.), Gloss.
German (Pape)
[Seite 40] ὁ, der Kelterer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ληνοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ πατῶν τὰς σταφυλὰς ἐν τῷ ληνῷ, Ἱμερ. Λόγ. 6. 3· - ἐντεῦθεν ληνοβᾰτέω, πατῶ σταφυλὰς ἐν τῷ ληνῷ, Εὐστ. Πονημ. 150. 53. - Παθ., ληνοβατηθεισῶν τῶν ῥαγῶν αὐτόθι 355. 30.
Greek Monolingual
ληνοβάτης, ὁ (ΑM)
αυτός που πατά τα σταφύλια στο πατητήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληνός «πατητήρι» + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. δια-βάτης, παρα-βάτης.