ἀμνός: Difference between revisions
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμνός''': ὁ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, [[ἀρνίον]], Σοφ. Ἀποσπ. 708, Ἀριστοφ. Ὄρ. 1559· ἀμνοὶ τοὺς τρόπους, δηλ. τὴν διάθεσιν, «σὰν ἀρνάκια», Ἀριστοφ. Εἰρ. 935: ὡς θηλ. ἐν Θεοκρ. 5. 144. 149, Ἀνθ. Π. 5. 205· ― ἂν καὶ ἔχομεν «[[ὡσαύτως]] διὰ τὸ θηλ. ἀμνὴ ἢ [[ἀμνίς]]. ― Αἱ πλάγιαι πτώσεις σπανίως εὑρίσκονται, ἀντ’ αὐτῶν δὲ [[εἶναι]] ἐν χρήσει [[ἀρνός]], ἀρνί, ἄρνα, κτλ., ἴδε ἐν λέξ [[ἀρνός]]. Ὁ Κούρτιος ὑπολαμβάνει ὅτι τὸ μ ἐν τῷ ἀμνὸς παριστάνει τὸ F ἐν τῷ ὄϊς (ὄFις), Λατ. ovis. Σανσκρ. avis, ἀλλ’ ἀμφιβάλλει ἂν ἡ Λατ. λέξ. agnus παρήχθη ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης). | |lstext='''ἀμνός''': ὁ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, [[ἀρνίον]], Σοφ. Ἀποσπ. 708, Ἀριστοφ. Ὄρ. 1559· ἀμνοὶ τοὺς τρόπους, δηλ. τὴν διάθεσιν, «σὰν ἀρνάκια», Ἀριστοφ. Εἰρ. 935: ὡς θηλ. ἐν Θεοκρ. 5. 144. 149, Ἀνθ. Π. 5. 205· ― ἂν καὶ ἔχομεν «[[ὡσαύτως]] διὰ τὸ θηλ. ἀμνὴ ἢ [[ἀμνίς]]. ― Αἱ πλάγιαι πτώσεις σπανίως εὑρίσκονται, ἀντ’ αὐτῶν δὲ [[εἶναι]] ἐν χρήσει [[ἀρνός]], ἀρνί, ἄρνα, κτλ., ἴδε ἐν λέξ [[ἀρνός]]. Ὁ Κούρτιος ὑπολαμβάνει ὅτι τὸ μ ἐν τῷ ἀμνὸς παριστάνει τὸ F ἐν τῷ ὄϊς (ὄFις), Λατ. ovis. Σανσκρ. avis, ἀλλ’ ἀμφιβάλλει ἂν ἡ Λατ. λέξ. agnus παρήχθη ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=(ὁ, ἡ)<br />agneau ; ἡ [[ἀμνός]] agneau femelle, agnelle, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>lat.</i> agnus. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A lamb, S.Fr.751, Ar.Av.1559; ἀμνοὶ τοὺς τρόπους lambs in temper, Id.Pax935: metaph., ὁ ἀ. τοῦ θεοῦ Ev.Jo.1.36: fem. (cf. ἀμνή, ἀμνίς), Theoc.5.144,149, AP5.205.—Oblique casesusu. formed from ἀρήν, q. v. (For ἀβνός, i.e. agynos, cf. Lat. agnus.)
German (Pape)
[Seite 126] ὁ, agnus, Lamm, Ar. Av. 1559, auch ἡ, Theocr. 5, 144; ἀμνὸς τοὺς τρόπους P. 901. Die Alten leiten es meist von ἀμένος, schwach, ab.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμνός: ὁ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, ἀρνίον, Σοφ. Ἀποσπ. 708, Ἀριστοφ. Ὄρ. 1559· ἀμνοὶ τοὺς τρόπους, δηλ. τὴν διάθεσιν, «σὰν ἀρνάκια», Ἀριστοφ. Εἰρ. 935: ὡς θηλ. ἐν Θεοκρ. 5. 144. 149, Ἀνθ. Π. 5. 205· ― ἂν καὶ ἔχομεν «ὡσαύτως διὰ τὸ θηλ. ἀμνὴ ἢ ἀμνίς. ― Αἱ πλάγιαι πτώσεις σπανίως εὑρίσκονται, ἀντ’ αὐτῶν δὲ εἶναι ἐν χρήσει ἀρνός, ἀρνί, ἄρνα, κτλ., ἴδε ἐν λέξ ἀρνός. Ὁ Κούρτιος ὑπολαμβάνει ὅτι τὸ μ ἐν τῷ ἀμνὸς παριστάνει τὸ F ἐν τῷ ὄϊς (ὄFις), Λατ. ovis. Σανσκρ. avis, ἀλλ’ ἀμφιβάλλει ἂν ἡ Λατ. λέξ. agnus παρήχθη ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης).
French (Bailly abrégé)
(ὁ, ἡ)
agneau ; ἡ ἀμνός agneau femelle, agnelle, animal.
Étymologie: DELG cf. lat. agnus.