λεύσιμος: Difference between revisions
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεύσῐμος''': -ον, ([[λεύω]]) λιθοβολῶν, χεὶρ λ. Εὐρ. Ὀρ. 863· λ. καταφθοραί, [[θάνατος]] διὰ λιθοβολίας, Εὐρ. Ἴων 1236· θανάτου λεύσιμον ἄταν [[αὐτόθι]] 1239· θανεῖν λευσίμῳ πετρώματι ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 50· λ. δοῦναι δίκην [[αὐτόθι]] 614, πρβλ. [[Ἡρακλ]]. 60· λ. ἀραί, κατάραι ὧν τὸ [[τέλος]] ἔσται ἡ [[λιθοβολία]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1616· ἴδε ἐν λέξ. [[θῦμα]]. | |lstext='''λεύσῐμος''': -ον, ([[λεύω]]) λιθοβολῶν, χεὶρ λ. Εὐρ. Ὀρ. 863· λ. καταφθοραί, [[θάνατος]] διὰ λιθοβολίας, Εὐρ. Ἴων 1236· θανάτου λεύσιμον ἄταν [[αὐτόθι]] 1239· θανεῖν λευσίμῳ πετρώματι ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 50· λ. δοῦναι δίκην [[αὐτόθι]] 614, πρβλ. [[Ἡρακλ]]. 60· λ. ἀραί, κατάραι ὧν τὸ [[τέλος]] ἔσται ἡ [[λιθοβολία]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1616· ἴδε ἐν λέξ. [[θῦμα]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui concerne la lapidation : λεύσιμοι [[ἀραί]] ESCHL imprécations pour souhaiter à qqn d’être lapidé.<br />'''Étymologie:''' [[λεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (λεύω)
A stoning, χεὶρ λ. E.Or.863; λ. καταφθοραί death by stoning, Id.Ion1237 (lyr.); θανάτου λεύσιμον ἄταν ib.1240 (lyr.); θανεῖν λ. πετρώματι Id.Or.50; λ. δοῦναι δίκην ib.614, cf. Heracl.60; λ. ἀραί curses that will end in stoning, A.Ag..1616; stoned, θῦμα ib.1118 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 36] das Steinigen betreffend, εἰ χρὴ θανεῖν νὼ λευσίμῳ πετρώματι, durch Steinigung sterben, Eur. Or. 50; καταφθοραί, ἄτα, Ion 1236. 1240; ἄλγος, Heracl. 765, wie Aesch. δημοῤῥιφεῖς λευσίμους ἀράς, des Volkes Fluch mit der Steinigung, Ag. 1599; auch der Steinigung verdient, κατολολυξάτω θύματος λευσίμου, 1089.
Greek (Liddell-Scott)
λεύσῐμος: -ον, (λεύω) λιθοβολῶν, χεὶρ λ. Εὐρ. Ὀρ. 863· λ. καταφθοραί, θάνατος διὰ λιθοβολίας, Εὐρ. Ἴων 1236· θανάτου λεύσιμον ἄταν αὐτόθι 1239· θανεῖν λευσίμῳ πετρώματι ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 50· λ. δοῦναι δίκην αὐτόθι 614, πρβλ. Ἡρακλ. 60· λ. ἀραί, κατάραι ὧν τὸ τέλος ἔσται ἡ λιθοβολία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1616· ἴδε ἐν λέξ. θῦμα.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne la lapidation : λεύσιμοι ἀραί ESCHL imprécations pour souhaiter à qqn d’être lapidé.
Étymologie: λεύω.