φοῦρνος: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φοῦρνος''': ὁ, ὡς καὶ νῦν, Λατ. furnus, Ἀθήν. 113C, Ἐρωτιαν. ἐν λέξ. [[ἰπνός]]. | |lstext='''φοῦρνος''': ὁ, ὡς καὶ νῦν, Λατ. furnus, Ἀθήν. 113C, Ἐρωτιαν. ἐν λέξ. [[ἰπνός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, Ν. <b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] είδους βατράχου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[φρύνος]], με [[τροπή]] του -<i>ν</i>- σε -<i>ον</i>- (<b>πρβλ.</b> και [[φροῦνος]]), [[μετάθεση]] του -<i>ρ</i>- (<b>πρβλ.</b> και [[φούρνα]]) και καταβιβασμό του τόνου]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, = Lat.
A furnus, Ath.3.113c, Erot. s.v. ἰπνός.
German (Pape)
[Seite 1301] ὁ, der Ofen, das lat. furnus, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φοῦρνος: ὁ, ὡς καὶ νῦν, Λατ. furnus, Ἀθήν. 113C, Ἐρωτιαν. ἐν λέξ. ἰπνός.
Greek Monolingual
ο, Ν. ζωολ. κοινή ονομασία είδους βατράχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του φρύνος, με τροπή του -ν- σε -ον- (πρβλ. και φροῦνος), μετάθεση του -ρ- (πρβλ. και φούρνα) και καταβιβασμό του τόνου].