ἀδελφιδέος: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδελφιδέος''': συνῃρημ. -οῦς, ὁ, «[[ἀνεψιός]]», συνήθως υἱὸς ἀδελφοῦ, Ἡρόδ. 1. 65., 6. 94, καὶ ἀλλ., Θουκ. 2. 101, κτλ.· [[ὡσαύτως]], υἱὸς ἀδελφῆς, Ἡρόδ. 4, 147, Θουκ. 2. 101, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἀδελφιδός, = [[ἀδελφός]], [[ἀγαπητός]], [[φίλτατος]], Ἑβδ. (ᾎσμ. β΄, 3, καὶ ἀλλ.).
|lstext='''ἀδελφιδέος''': συνῃρημ. -οῦς, ὁ, «[[ἀνεψιός]]», συνήθως υἱὸς ἀδελφοῦ, Ἡρόδ. 1. 65., 6. 94, καὶ ἀλλ., Θουκ. 2. 101, κτλ.· [[ὡσαύτως]], υἱὸς ἀδελφῆς, Ἡρόδ. 4, 147, Θουκ. 2. 101, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἀδελφιδός, = [[ἀδελφός]], [[ἀγαπητός]], [[φίλτατος]], Ἑβδ. (ᾎσμ. β΄, 3, καὶ ἀλλ.).
}}
{{bailly
|btext=-οῦς, εοῦ-οῦ (ὁ) :<br />neveu.<br />'''Étymologie:''' [[ἀδελφός]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἀνεψιός]].
}}
}}

Revision as of 19:28, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδελφιδέος Medium diacritics: ἀδελφιδέος Low diacritics: αδελφιδέος Capitals: ΑΔΕΛΦΙΔΕΟΣ
Transliteration A: adelphidéos Transliteration B: adelphideos Transliteration C: adelfideos Beta Code: a)delfide/os

English (LSJ)

contr. -οῦς, ὁ,

   A nephew, Alcm.56A, etc.; usu. brother's son, Hdt.1.65, 6.94, al., Th.2.101, etc.; also, sister's son, Hdt.4.147, Str.10.5.6, etc.:—also ἀδελφ-ιδός, beloved one, LXX Ca.2.3, al.

German (Pape)

[Seite 32] ὁ, Neffe, Her. 1, 65, s. -δοῦς.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδελφιδέος: συνῃρημ. -οῦς, ὁ, «ἀνεψιός», συνήθως υἱὸς ἀδελφοῦ, Ἡρόδ. 1. 65., 6. 94, καὶ ἀλλ., Θουκ. 2. 101, κτλ.· ὡσαύτως, υἱὸς ἀδελφῆς, Ἡρόδ. 4, 147, Θουκ. 2. 101, κτλ.· ὡσαύτως ἀδελφιδός, = ἀδελφός, ἀγαπητός, φίλτατος, Ἑβδ. (ᾎσμ. β΄, 3, καὶ ἀλλ.).

French (Bailly abrégé)

-οῦς, εοῦ-οῦ (ὁ) :
neveu.
Étymologie: ἀδελφός.
Par. ἀνεψιός.