ἐκτεκμαίρομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
(6_20) |
(big3_14b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκτεκμαίρομαι''': παθ., συμπεραίνομαι, εὑρίσκομαι διὰ εἰκασίας, Χρησμ.· τὸ δ’ ἐκτεκμαρθὲν οὐδὲ μικρὸν ἕξεται Χρησμ. παρ’ Εὐσ. ΙΙ. Ε. 215Α. | |lstext='''ἐκτεκμαίρομαι''': παθ., συμπεραίνομαι, εὑρίσκομαι διὰ εἰκασίας, Χρησμ.· τὸ δ’ ἐκτεκμαρθὲν οὐδὲ μικρὸν ἕξεται Χρησμ. παρ’ Εὐσ. ΙΙ. Ε. 215Α. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[indicar]], [[disponer]], [[asignar]] en v. pas. τὸ δ' ἐκτεκμαρθὲν lo que está fijado (por el destino)</i>, Orác. en Oenom.15.5. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 21 August 2017
English (LSJ)
aor. I part. Pass. ἐκτεκμαρθείς,
A to be made out by guessing, Orac. ap. Eus.PE5.23.
German (Pape)
[Seite 780] verstärktes simplex, Or. bei Euseb. pr. ev. 5, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτεκμαίρομαι: παθ., συμπεραίνομαι, εὑρίσκομαι διὰ εἰκασίας, Χρησμ.· τὸ δ’ ἐκτεκμαρθὲν οὐδὲ μικρὸν ἕξεται Χρησμ. παρ’ Εὐσ. ΙΙ. Ε. 215Α.
Spanish (DGE)
indicar, disponer, asignar en v. pas. τὸ δ' ἐκτεκμαρθὲν lo que está fijado (por el destino), Orác. en Oenom.15.5.