Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκστατικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκστᾰτικός''': ἡ, όν, ἔχων τάσιν πρὸς ἀπομάκρυνσιν ἀπό τινος, τοῦ λογισμοῦ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1. 6 καὶ ἀπολ., ἄστατος, ἀντίθετον τῷ ἐμμενετικὸς τῇ δόξῃ [[αὐτόθι]] 7. 8, 5, πρβλ. 7. 2. 7. 2) ὁ ἐκτὸς [[ἑαυτοῦ]] γενόμενος, ὁ ἔξω φρενῶν, ἐκστ. διὰ τὸν θυμὸν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 5· ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, ὁ αὐτ. Προβλ. 30. 1, 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἐκστατικῶς ἔχων καὶ δεδοικὼς Πλουτ. Δίων 55. ΙΙ ἐνεργ., ἱκανὸς πρὸς μετατόπισην ἢ μετακίνησιν, τινος Πλούτ. 2. 951D: ὁ προξενῶν ἔκστασιν, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 4.
|lstext='''ἐκστᾰτικός''': ἡ, όν, ἔχων τάσιν πρὸς ἀπομάκρυνσιν ἀπό τινος, τοῦ λογισμοῦ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1. 6 καὶ ἀπολ., ἄστατος, ἀντίθετον τῷ ἐμμενετικὸς τῇ δόξῃ [[αὐτόθι]] 7. 8, 5, πρβλ. 7. 2. 7. 2) ὁ ἐκτὸς [[ἑαυτοῦ]] γενόμενος, ὁ ἔξω φρενῶν, ἐκστ. διὰ τὸν θυμὸν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 5· ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, ὁ αὐτ. Προβλ. 30. 1, 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἐκστατικῶς ἔχων καὶ δεδοικὼς Πλουτ. Δίων 55. ΙΙ ἐνεργ., ἱκανὸς πρὸς μετατόπισην ἢ μετακίνησιν, τινος Πλούτ. 2. 951D: ὁ προξενῶν ἔκστασιν, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 4.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I. 1</b> qui fait changer de place, qui dérange de;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui fait sortir de soi ; qui égare l’esprit;<br /><b>II.</b> qui est hors de soi, qui a l’esprit égaré.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξίστημι]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκστᾰτικός Medium diacritics: ἐκστατικός Low diacritics: εκστατικός Capitals: ΕΚΣΤΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ekstatikós Transliteration B: ekstatikos Transliteration C: ekstatikos Beta Code: e)kstatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inclined to depart from, τοῦ λογισμοῦ Arist.EN 1145b11 ; δόξης, opp. ἐμμενετικὸς δόξῃ, ib.1146a18.    2 excitable, ἐ. διὰ τὸν θυμόν Id.PA650b34 ; out of one's senses, of Ajax, Id.Pr.953a 22, cf. Plu.2.2a. Adv. -κῶς, ἔχειν Id.Dio55.    II Act., able to displace or remove, τινός Id.2.951c : abs., ἡ ἀλλοίωσις ἐ. κίνησις Plot. 6.3.21 ; causing mental derangement, Thphr.HP9.13.4.

German (Pape)

[Seite 779] ή, όν, 1) von der Stelle bewegend; κίνησις Plut. de prim. frigid. 15; bes. den Geist verrückend oder verzückend, id. de def. orac. 40; Theophr. – 2) von seiner Stelle bewegt, leicht verzückt, verrückt, außer sich; τοῦ λογισμοῦ Arist. Eth. 7, 1, 6 u. oft; καὶ θυμώδη τὸ ἦθος part. anim. 2, 4; μειράκιον ἐκστ. καὶ παραφρονοῦν Plut. educ. lib. 3. – Adv., ἐκστατικῶς ἔχειν, neben δεδοικώς, Plut. Dion. 55.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκστᾰτικός: ἡ, όν, ἔχων τάσιν πρὸς ἀπομάκρυνσιν ἀπό τινος, τοῦ λογισμοῦ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1. 6 καὶ ἀπολ., ἄστατος, ἀντίθετον τῷ ἐμμενετικὸς τῇ δόξῃ αὐτόθι 7. 8, 5, πρβλ. 7. 2. 7. 2) ὁ ἐκτὸς ἑαυτοῦ γενόμενος, ὁ ἔξω φρενῶν, ἐκστ. διὰ τὸν θυμὸν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 5· ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, ὁ αὐτ. Προβλ. 30. 1, 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἐκστατικῶς ἔχων καὶ δεδοικὼς Πλουτ. Δίων 55. ΙΙ ἐνεργ., ἱκανὸς πρὸς μετατόπισην ἢ μετακίνησιν, τινος Πλούτ. 2. 951D: ὁ προξενῶν ἔκστασιν, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. 1 qui fait changer de place, qui dérange de;
2 fig. qui fait sortir de soi ; qui égare l’esprit;
II. qui est hors de soi, qui a l’esprit égaré.
Étymologie: ἐξίστημι.