νεοτρεφής: Difference between revisions

From LSJ

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source
(6_7)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεοτρεφής''': -ές, ὁ νεωστὶ τραφείς, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 91, Χριστοδ. Ἔκφρ. 276.
|lstext='''νεοτρεφής''': -ές, ὁ νεωστὶ τραφείς, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 91, Χριστοδ. Ἔκφρ. 276.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεοτρεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[μόλις]] πήρε [[τροφή]], δηλ. ο [[νεογέννητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που φύτρωσε πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>τρεφής</i>].
}}
}}

Revision as of 11:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοτρεφής Medium diacritics: νεοτρεφής Low diacritics: νεοτρεφής Capitals: ΝΕΟΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: neotrephḗs Transliteration B: neotrephēs Transliteration C: neotrefis Beta Code: neotrefh/s

English (LSJ)

ές,

   A newly reared, κόροι Id.Heracl.92 (lyr.), cf. Nonn.D.10.178.

German (Pape)

[Seite 245] ές, frisch genährt, eben geboren; κόροι, Eur. Heracl. 93; Christod. ecphr. 278. Vgl. νεότροφος.

Greek (Liddell-Scott)

νεοτρεφής: -ές, ὁ νεωστὶ τραφείς, Εὐρ. Ἡρακλ. 91, Χριστοδ. Ἔκφρ. 276.

Greek Monolingual

νεοτρεφής, -ές (Α)
1. αυτός που μόλις πήρε τροφή, δηλ. ο νεογέννητος
2. αυτός που φύτρωσε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τρεφής (< τρέφω), πρβλ. πολυ-τρεφής].