σύνοξυς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(6_22)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύνοξυς''': υ, ὁ εἰς ὀξὺ [[σημεῖον]] ἀπολήγων, σουβλερός, «μυτερός», ἡ μὲν [[ῥίζα]] λεπτοτέρα πρὸς τὸ [[πόρρω]] καὶ ἀεὶ [[σύνοξυς]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 8.
|lstext='''σύνοξυς''': υ, ὁ εἰς ὀξὺ [[σημεῖον]] ἀπολήγων, σουβλερός, «μυτερός», ἡ μὲν [[ῥίζα]] λεπτοτέρα πρὸς τὸ [[πόρρω]] καὶ ἀεὶ [[σύνοξυς]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 8.
}}
{{grml
|mltxt=-υ, Α [[ὀξύς]]<br />[[μυτερός]], [[σουβλερός]] («ἡ μὲν [[ῥίζα]] λεπτοτέρα πρὸς τὸ [[πόρρω]] καὶ ἀεὶ [[σύνοξυς]]», Θεόφρ.).
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνοξυς Medium diacritics: σύνοξυς Low diacritics: σύνοξυς Capitals: ΣΥΝΟΞΥΣ
Transliteration A: sýnoxys Transliteration B: synoxys Transliteration C: synoksys Beta Code: su/nocus

English (LSJ)

υ,

   A pointed, ῥίζα Thphr.HP1.6.8.

German (Pape)

[Seite 1031] υ, geschärft, spitz zugehend, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σύνοξυς: υ, ὁ εἰς ὀξὺ σημεῖον ἀπολήγων, σουβλερός, «μυτερός», ἡ μὲν ῥίζα λεπτοτέρα πρὸς τὸ πόρρω καὶ ἀεὶ σύνοξυς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 8.

Greek Monolingual

-υ, Α ὀξύς
μυτερός, σουβλερός («ἡ μὲν ῥίζα λεπτοτέρα πρὸς τὸ πόρρω καὶ ἀεὶ σύνοξυς», Θεόφρ.).