προσβόρειος: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(6_16) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσβόρειος''': -ον, = [[πρόσβορρος]], ἀντίθετον τῷ [[καταβόρειος]] (ὃ ἴδε), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 7, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 2, κτλ. | |lstext='''προσβόρειος''': -ον, = [[πρόσβορρος]], ἀντίθετον τῷ [[καταβόρειος]] (ὃ ἴδε), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 7, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 2, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ [[βόρειος]]<br />[[πρόσβορρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,=sq., opp. καταβόρειος (q.v.), Arist.HA547a12, Thphr.HP1.9.2, etc.
German (Pape)
[Seite 754] gegen den Nordwind gelegen, ihm ausgesetzt, gegen Norden, Arist. H. A. 5, 15.
Greek (Liddell-Scott)
προσβόρειος: -ον, = πρόσβορρος, ἀντίθετον τῷ καταβόρειος (ὃ ἴδε), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 7, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 2, κτλ.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ βόρειος
πρόσβορρος.