Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετοικέω: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετοικέω''': μέλλ. -ήσω, [[μεταβάλλω]], [[ἀλλάσσω]] κατοικίαν, [[μεταβαίνω]] εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]], μετ’ αἰτ. τόπου, Εὐρ. Ἱππ. 837· -[[μετὰ]] δοτ. τόπου, [[ἔρχομαι]] καὶ κατοικῶ εἴς τι [[μέρος]], Πινδ. Π. 9. 147. ΙΙ. ἀπολ., εἶμαι [[μέτοικος]], [[διαμένω]] ἐν ξένῃ πόλει, τοὺς μετοικοῦντας ξένους Εὐρ. Ἱκέτ. 892· ἀντίθετ. τῷ πολιτεύεσθαι, Λυσ. 122. 7· οὕτω, μετοικεῖν τῆσδε γῆς, μετοίκους [[εἶναι]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 609· μ. ἐν τῇ πόλει Λυσ. 102. 41, κτλ.· [[ταύτῃ]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1319· Ἀθήνησι Δημ. 1191, ἐν τέλ.· παρ’ ἑτέροις Ἰσοκρ. 425Β.
|lstext='''μετοικέω''': μέλλ. -ήσω, [[μεταβάλλω]], [[ἀλλάσσω]] κατοικίαν, [[μεταβαίνω]] εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]], μετ’ αἰτ. τόπου, Εὐρ. Ἱππ. 837· -[[μετὰ]] δοτ. τόπου, [[ἔρχομαι]] καὶ κατοικῶ εἴς τι [[μέρος]], Πινδ. Π. 9. 147. ΙΙ. ἀπολ., εἶμαι [[μέτοικος]], [[διαμένω]] ἐν ξένῃ πόλει, τοὺς μετοικοῦντας ξένους Εὐρ. Ἱκέτ. 892· ἀντίθετ. τῷ πολιτεύεσθαι, Λυσ. 122. 7· οὕτω, μετοικεῖν τῆσδε γῆς, μετοίκους [[εἶναι]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 609· μ. ἐν τῇ πόλει Λυσ. 102. 41, κτλ.· [[ταύτῃ]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1319· Ἀθήνησι Δημ. 1191, ἐν τέλ.· παρ’ ἑτέροις Ἰσοκρ. 425Β.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> μετῴκησα;<br /><b>1</b> émigrer, changer de résidence, <i>avec le gén. du lieu</i>;<br /><b>2</b> participer comme habitant à la jouissance de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μέτοικος]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετοικέω Medium diacritics: μετοικέω Low diacritics: μετοικέω Capitals: ΜΕΤΟΙΚΕΩ
Transliteration A: metoikéō Transliteration B: metoikeō Transliteration C: metoikeo Beta Code: metoike/w

English (LSJ)

Locr. μεταϝοικέω IG9 (1).333.6:—

   A change one's abode, remove to a place, c. acc. loci, E.Hipp. 837 (lyr.): c. dat. loci, settle in, Pi.P.9.83.    II abs., to be a settler, reside in a foreign city, IG l.c., etc.; τοὺς μετοικοῦντας ξένους E.Supp. 892; opp. πολιτεύεσθαι, Lys.12.20; μ. γῆς A.Supp.609; μ. ἐν τῇ πόλει Lys.5.2; ἐν Μιλήτῳ ἔτη πέντε SIG633.60 (Milet., ii B.C.); ταύτῃ Ar.Av.1319 (lyr.); Ἀθήνῃσι D.49.26; παρ' ἑτέροις Isoc.Ep.8.4.

German (Pape)

[Seite 161] umwohnen, d. i. von einem Orte wegnach einem andern hinziehen, Καδμείων μετοικήσαις ἀγυιαῖς, Pind. P. 9, 86, d. i. nach Theben übergesiedelt, hingelangt; – dah. als Schutzgenosse an einem Orte wohnen, ἡμᾶς μετοικεῖν τῆσδε γῆς, Aesch. Suppl. 604; τοὺς μετοικοῦντας ξένους, Eur. Suppl. 892; ἐν τῇ πόλει, Lys. 5, 2. 22, 5. 81, 9 u. öfter; ἐν τῇ χώρᾳ, Plat. Menex. 237 b, vgl. Legg. VIII, 848 a; Ἀθήνῃσι, Dem. 49, 26.

Greek (Liddell-Scott)

μετοικέω: μέλλ. -ήσω, μεταβάλλω, ἀλλάσσω κατοικίαν, μεταβαίνω εἰς ἄλλο μέρος, μετ’ αἰτ. τόπου, Εὐρ. Ἱππ. 837· -μετὰ δοτ. τόπου, ἔρχομαι καὶ κατοικῶ εἴς τι μέρος, Πινδ. Π. 9. 147. ΙΙ. ἀπολ., εἶμαι μέτοικος, διαμένω ἐν ξένῃ πόλει, τοὺς μετοικοῦντας ξένους Εὐρ. Ἱκέτ. 892· ἀντίθετ. τῷ πολιτεύεσθαι, Λυσ. 122. 7· οὕτω, μετοικεῖν τῆσδε γῆς, μετοίκους εἶναι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 609· μ. ἐν τῇ πόλει Λυσ. 102. 41, κτλ.· ταύτῃ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1319· Ἀθήνησι Δημ. 1191, ἐν τέλ.· παρ’ ἑτέροις Ἰσοκρ. 425Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. μετῴκησα;
1 émigrer, changer de résidence, avec le gén. du lieu;
2 participer comme habitant à la jouissance de, gén..
Étymologie: μέτοικος.