ὀρθίαξ: Difference between revisions
From LSJ
(6_4) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρθίαξ''': -ᾱκος, (Δράκων 19), ὁ, τὸ [[κάτω]] [[μέρος]] ἱστοῦ [[νεώς]], Ἐπίχ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 134. Ὡσαύτως ὀρθίας, ου, Ἡσύχ.: «ὀρθίας ἱστὼς [[νεώς]]· τίθεται καὶ ἐπὶ κακεμφάτου», δηλ. ἀνδρικοῦ αἰδοίου. | |lstext='''ὀρθίαξ''': -ᾱκος, (Δράκων 19), ὁ, τὸ [[κάτω]] [[μέρος]] ἱστοῦ [[νεώς]], Ἐπίχ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ι΄, 134. Ὡσαύτως ὀρθίας, ου, Ἡσύχ.: «ὀρθίας ἱστὼς [[νεώς]]· τίθεται καὶ ἐπὶ κακεμφάτου», δηλ. ἀνδρικοῦ αἰδοίου. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀρθίαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />το κατώτατο [[μέρος]] του ιστού πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρθιος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νέ</i>-<i>αξ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ᾱκος, ὁ,
A the lower part of a mast, Epich.106 :— also ὀρθίας· ἱστὸς νεώς, Hsch. ; also, sens. obsc., Id.
German (Pape)
[Seite 373] ακος, ὁ, der untere Theil des Mastbaums; Epich. bei Poll. 10, 134; Drac. 19, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθίαξ: -ᾱκος, (Δράκων 19), ὁ, τὸ κάτω μέρος ἱστοῦ νεώς, Ἐπίχ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 134. Ὡσαύτως ὀρθίας, ου, Ἡσύχ.: «ὀρθίας ἱστὼς νεώς· τίθεται καὶ ἐπὶ κακεμφάτου», δηλ. ἀνδρικοῦ αἰδοίου.
Greek Monolingual
ὀρθίαξ, -ακος, ὁ (Α)
το κατώτατο μέρος του ιστού πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθιος + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. νέ-αξ)].