ἐπίσταλμα: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίσταλμα''': τό, ([[ἐπιστέλλω]]) [[παραγγελία]], καὶ ἀγοράζειν αὐτῷ μὲν μηδέν, ξένοις δὲ ἐπιστάλματα (ἀποστέλλειν, Foss) εἰς Βυζάντιον ἁλμάδας, κτλ., Θεόφρ. περὶ Μικροφιλοτ. (Χαρ. 7)· λέγεται ὅτι ἡ [[λέξις]] ἐπεχωρίαζεν Ἀλεξανδρεῦσιν, Sturz. Μακεδ. Διάλεκτ. σ. 72. | |lstext='''ἐπίσταλμα''': τό, ([[ἐπιστέλλω]]) [[παραγγελία]], καὶ ἀγοράζειν αὐτῷ μὲν μηδέν, ξένοις δὲ ἐπιστάλματα (ἀποστέλλειν, Foss) εἰς Βυζάντιον ἁλμάδας, κτλ., Θεόφρ. περὶ Μικροφιλοτ. (Χαρ. 7)· λέγεται ὅτι ἡ [[λέξις]] ἐπεχωρίαζεν Ἀλεξανδρεῦσιν, Sturz. Μακεδ. Διάλεκτ. σ. 72. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />ordre, dépêche, commission.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιστέλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, ἐπιστέλλω)
A commission, Thphr.Char.5.8. II. official communication or order, PFay.26.4 (ii A.D.), Wilcken Chr.42.3, 8 (iv A.D.), Cod.Just.7.37.3.1c: pl., of Imperial letters, Just. Nov.167.1.
German (Pape)
[Seite 982] τό, das Aufgetragene, der Befehl, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσταλμα: τό, (ἐπιστέλλω) παραγγελία, καὶ ἀγοράζειν αὐτῷ μὲν μηδέν, ξένοις δὲ ἐπιστάλματα (ἀποστέλλειν, Foss) εἰς Βυζάντιον ἁλμάδας, κτλ., Θεόφρ. περὶ Μικροφιλοτ. (Χαρ. 7)· λέγεται ὅτι ἡ λέξις ἐπεχωρίαζεν Ἀλεξανδρεῦσιν, Sturz. Μακεδ. Διάλεκτ. σ. 72.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ordre, dépêche, commission.
Étymologie: ἐπιστέλλω.