ἐκλαγχάνω: Difference between revisions

From LSJ

ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events

Source
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκλαγχάνω''': μέλλ. -λήξομαι, [[λαμβάνω]] διὰ λαχνοῦ ἢ ἐκ τῆς τύχης, ἀξιοῦμαι, [[ὅπως]] πατρῴας τύμβον ἐκλάχοι χθονὸς Σοφ. Ἠλ. 760· τὸν αὐτὸν δαίμον’ ἐξειληχότες ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1337· κακῶν [[μέρος]] ἐξέλαχον Ἀριστοφ. Θεσμ. 1071.
|lstext='''ἐκλαγχάνω''': μέλλ. -λήξομαι, [[λαμβάνω]] διὰ λαχνοῦ ἢ ἐκ τῆς τύχης, ἀξιοῦμαι, [[ὅπως]] πατρῴας τύμβον ἐκλάχοι χθονὸς Σοφ. Ἠλ. 760· τὸν αὐτὸν δαίμον’ ἐξειληχότες ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1337· κακῶν [[μέρος]] ἐξέλαχον Ἀριστοφ. Θεσμ. 1071.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐκλήξομαι, <i>ao.2</i> ἐξέλαχον, <i>etc.</i><br />obtenir du sort <i>ou</i> pour lot.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[λαγχάνω]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκλαγχάνω Medium diacritics: ἐκλαγχάνω Low diacritics: εκλαγχάνω Capitals: ΕΚΛΑΓΧΑΝΩ
Transliteration A: eklanchánō Transliteration B: eklanchanō Transliteration C: eklagchano Beta Code: e)klagxa/nw

English (LSJ)

pf. ἐκλέλογχα condemned by Luc.Sol.5 :—

   A obtain by lot or fate, ὅπως πατρῴας τύμβον ἐκλάχῃ χθονός S.El.760; τὸν αὐτὸν δαίμον' ἐξειληχότες Id.OC1337 ; κακῶν μέρος ἐξέλαχον Ar.Th.1071.

German (Pape)

[Seite 766] (s. λαγχάνω), durchs Schicksal oder Loos zugetheilt bekommen, erlangen; ὅπως πατρῴας τύμβον ἐκλάχοι χθονός Soph. El. 750; μέρος Ar. Th. 1071; vgl. Luc. Soloec. 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλαγχάνω: μέλλ. -λήξομαι, λαμβάνω διὰ λαχνοῦ ἢ ἐκ τῆς τύχης, ἀξιοῦμαι, ὅπως πατρῴας τύμβον ἐκλάχοι χθονὸς Σοφ. Ἠλ. 760· τὸν αὐτὸν δαίμον’ ἐξειληχότες ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1337· κακῶν μέρος ἐξέλαχον Ἀριστοφ. Θεσμ. 1071.

French (Bailly abrégé)

f. ἐκλήξομαι, ao.2 ἐξέλαχον, etc.
obtenir du sort ou pour lot.
Étymologie: ἐκ, λαγχάνω.