εὐχυμία: Difference between revisions
From LSJ
Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
(6_9) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐχῡμία''': ἡ, = [[εὐχυλία]], Ἱππ. 412. 19, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11. 4. | |lstext='''εὐχῡμία''': ἡ, = [[εὐχυλία]], Ἱππ. 412. 19, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11. 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[εὐχυμία]]) [[εύχυμος]]<br />[[αφθονία]] εύγευστου χυμού, [[γευστικότητα]], καλή [[γεύση]], [[νοστιμάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> η καλή [[κατάσταση]] τών χυμών του σώματος<br /><b>2.</b> (για τροφές) η [[ικανότητα]] της δημιουργίας καλής χημικής καταστάσεως. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = εὐχυλία, Hp.Loc.Hom.10 (dub. l.), Thphr.CP6.11.4. II Medic., healthy state of the humours, Gal.11.491, al. 2 of food, faculty of producing such a state, Id.6 749.
German (Pape)
[Seite 1110] ἡ, = εὐχυλία, guter Geschmack, Hippocr., Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
εὐχῡμία: ἡ, = εὐχυλία, Ἱππ. 412. 19, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11. 4.
Greek Monolingual
η (Α εὐχυμία) εύχυμος
αφθονία εύγευστου χυμού, γευστικότητα, καλή γεύση, νοστιμάδα
αρχ.
1. ιατρ. η καλή κατάσταση τών χυμών του σώματος
2. (για τροφές) η ικανότητα της δημιουργίας καλής χημικής καταστάσεως.