ἐπιβλαβής: Difference between revisions
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
(6_7) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιβλᾰβής''': -ές, ([[βλάβη]]) ὡς καὶ νῦν, ὁ προξενῶν βλάβην, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2.- Ἐπίρρ. -βῶς, [[Πολυδ]]. Ε', 135. | |lstext='''ἐπιβλᾰβής''': -ές, ([[βλάβη]]) ὡς καὶ νῦν, ὁ προξενῶν βλάβην, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2.- Ἐπίρρ. -βῶς, [[Πολυδ]]. Ε', 135. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (AM [[ἐπιβλαβής]], -ές)<br />[[βλαβερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιβλαβές</i><br />βλαπτική [[ιδιότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βλαβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλάβη]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A hurtful, Aret.CD1.2; τῇ ψυχῇ Hierocl.in CA13p.448M.; τὸ ἐ. Procl.Par.Ptol.166. Adv. -βῶς Poll.5.135.
German (Pape)
[Seite 929] ές, schädlich, Schol. Il. 5, 880 u. Sp. – Adv., Poll. 5, 135.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβλᾰβής: -ές, (βλάβη) ὡς καὶ νῦν, ὁ προξενῶν βλάβην, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2.- Ἐπίρρ. -βῶς, Πολυδ. Ε', 135.
Greek Monolingual
-ές (AM ἐπιβλαβής, -ές)
βλαβερός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιβλαβές
βλαπτική ιδιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -βλαβής (< βλάβη)].