συνάρτησις: Difference between revisions

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
(6_9)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνάρτησις''': ἡ, [[σύνδεσις]], [[σύναψις]], [[συνάφεια]], τῶν φλεβῶν καὶ νεύρων Ἀριστ. Προβλ. 5. 26· [[συμπλοκή]], συνδυασμὸς λέξεων, Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 16. 19. ΙΙ. [[εἶδος]] λογικοῦ ἐπιχειρήματος, (ἴδε [[συνάπτω]] ΙΙΙ. 3), Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 111, π. Μ. 8. 430, Πλούτ. 2. 387Α.
|lstext='''συνάρτησις''': ἡ, [[σύνδεσις]], [[σύναψις]], [[συνάφεια]], τῶν φλεβῶν καὶ νεύρων Ἀριστ. Προβλ. 5. 26· [[συμπλοκή]], συνδυασμὸς λέξεων, Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 16. 19. ΙΙ. [[εἶδος]] λογικοῦ ἐπιχειρήματος, (ἴδε [[συνάπτω]] ΙΙΙ. 3), Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 111, π. Μ. 8. 430, Πλούτ. 2. 387Α.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><i>t. de rhét.</i> sorte d’argumentation.<br />'''Étymologie:''' [[συναρτάω]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάρτησις Medium diacritics: συνάρτησις Low diacritics: συνάρτησις Capitals: ΣΥΝΑΡΤΗΣΙΣ
Transliteration A: synártēsis Transliteration B: synartēsis Transliteration C: synartisis Beta Code: suna/rthsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A junction, union, τῶν φλεβῶν καὶ νεύρων Arist.Pr.883b22; joint of machine, Ph.Bel.91.8; combination of words, A.D.Synt.17.8.    II connexion, cohesion of premisses with one another and with the conclusion in a syllogism, Stoic.2.79; of the clauses in a conditional sentence, Plu. 2.387a, S.E.P.2.111.

German (Pape)

[Seite 1004] ἡ, das Mitverknüpfen, der Zusammenhang, καὶ κοινωνία S. Emp. adv. log. 2, 430.

Greek (Liddell-Scott)

συνάρτησις: ἡ, σύνδεσις, σύναψις, συνάφεια, τῶν φλεβῶν καὶ νεύρων Ἀριστ. Προβλ. 5. 26· συμπλοκή, συνδυασμὸς λέξεων, Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 16. 19. ΙΙ. εἶδος λογικοῦ ἐπιχειρήματος, (ἴδε συνάπτω ΙΙΙ. 3), Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 111, π. Μ. 8. 430, Πλούτ. 2. 387Α.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
t. de rhét. sorte d’argumentation.
Étymologie: συναρτάω.