πισμός: Difference between revisions

From LSJ

Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art

Menander, Monostichoi, 535
(6_14)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πισμός''': ὁ, ([[πιπίσκω]]), = [[ποτισμός]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πισμός]]˙ [[πιστήρ]]. [[ποτίστρα]]. [[ληνός]]».
|lstext='''πισμός''': ὁ, ([[πιπίσκω]]), = [[ποτισμός]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πισμός]]˙ [[πιστήρ]]. [[ποτίστρα]]. [[ληνός]]».
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ποτισμός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δευτερογενώς σχηματισμένος τ. <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πι</i>- του [[πίνω]], με δυσερμήνευτο -<i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πίσα]], [[πίστρα]], [[πιστός]] (ΙΙ)] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i>].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πισμός Medium diacritics: πισμός Low diacritics: πισμός Capitals: ΠΙΣΜΟΣ
Transliteration A: pismós Transliteration B: pismos Transliteration C: pismos Beta Code: pismo/s

English (LSJ)

, (πιπίσκω) ποτισμός, Hsch. πίσορ, Lacon. for πίθος, Id.

German (Pape)

[Seite 619] ὁ, = ποτισμός, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

πισμός: ὁ, (πιπίσκω), = ποτισμός. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πισμός˙ πιστήρ. ποτίστρα. ληνός».

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ποτισμός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενώς σχηματισμένος τ. < θ. πι- του πίνω, με δυσερμήνευτο -σ- (πρβλ. πίσα, πίστρα, πιστός (ΙΙ)] + κατάλ. -μός].