δόκημα: Difference between revisions
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δόκημα''': τό, [[ὅραμα]], [[φάντασμα]], δ. ὀνείρων Εὐρ. Η. Μ. 111· τὰ δοκήματα = οἱ δοκοῦντες, Ποιητὴς παρὰ Στοβ. 451. 52· οἱ δοκήμασιν σοφοί, οἱ κατὰ τὸ φαινόμενον σοφοί, Εὐρ. Τρῳ. 111. 2) γνώμη, [[προσδοκία]], δοκημάτων ἐκτὸς ὁ αὐτ. Η. Μ. 771. 3) = [[δόγμα]] ἐν Ἐπιγραφ. | |lstext='''δόκημα''': τό, [[ὅραμα]], [[φάντασμα]], δ. ὀνείρων Εὐρ. Η. Μ. 111· τὰ δοκήματα = οἱ δοκοῦντες, Ποιητὴς παρὰ Στοβ. 451. 52· οἱ δοκήμασιν σοφοί, οἱ κατὰ τὸ φαινόμενον σοφοί, Εὐρ. Τρῳ. 111. 2) γνώμη, [[προσδοκία]], δοκημάτων ἐκτὸς ὁ αὐτ. Η. Μ. 771. 3) = [[δόγμα]] ἐν Ἐπιγραφ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> vision;<br /><b>2</b> apparence;<br /><b>3</b> opinion.<br />'''Étymologie:''' [[δοκέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A vision, fancy, δ. ὀνείρων E.HF111 (lyr.); τὰ σοκήμασιν σοφά Id.Tr.411; δοκήματα make-believes, of adopted sons, Id.Fr.359. 2 opinion, expectation, δοκημάτων ἐκτός Id.HF771 (lyr.). II = δόγμα, δ. τοῦ συνεδρίου IG12(3).1259.3 (Cimolus), Schwyzer 91.27 (Argos, iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 653] τό, Erscheinung; νυκτερωπὸν ἐννύχων ὀνείρων Eur. Herc. Fur. 111; Schein, τὰ δοκήμασιν σοφά Troad. 411.
Greek (Liddell-Scott)
δόκημα: τό, ὅραμα, φάντασμα, δ. ὀνείρων Εὐρ. Η. Μ. 111· τὰ δοκήματα = οἱ δοκοῦντες, Ποιητὴς παρὰ Στοβ. 451. 52· οἱ δοκήμασιν σοφοί, οἱ κατὰ τὸ φαινόμενον σοφοί, Εὐρ. Τρῳ. 111. 2) γνώμη, προσδοκία, δοκημάτων ἐκτὸς ὁ αὐτ. Η. Μ. 771. 3) = δόγμα ἐν Ἐπιγραφ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 vision;
2 apparence;
3 opinion.
Étymologie: δοκέω.