ἡμερούσιος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
(6_12)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμερούσιος''': ία, ιον, = [[ἡμερήσιος]]. - Ἐπίρρ. -ίως, Ἐκκλ.
|lstext='''ἡμερούσιος''': ία, ιον, = [[ἡμερήσιος]]. - Ἐπίρρ. -ίως, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμερούσιος]], -ία, -ιον (AM)<br />[[ημερήσιος]], [[καθημερινός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἡμερούσιον</i><br />ημερήσια [[πληρωμή]], [[μεροκάματο]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἡμερούσιον</i><br />καθημερινά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ημέρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ούσιος</i> [[κατά]] το [[επιούσιος]]].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμερούσιος Medium diacritics: ἡμερούσιος Low diacritics: ημερούσιος Capitals: ΗΜΕΡΟΥΣΙΟΣ
Transliteration A: hēmeroúsios Transliteration B: hēmerousios Transliteration C: imeroysios Beta Code: h(merou/sios

English (LSJ)

α, ον,

   A daily, Gloss. Adv. -σίως PSI4.287.12 (iv A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1166] täglich, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερούσιος: ία, ιον, = ἡμερήσιος. - Ἐπίρρ. -ίως, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἡμερούσιος, -ία, -ιον (AM)
ημερήσιος, καθημερινός
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμερούσιον
ημερήσια πληρωμή, μεροκάματο
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) ἡμερούσιον
καθημερινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημέρα + κατάλ. -ούσιος κατά το επιούσιος].