ἡμερούσιος: Difference between revisions
From LSJ
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
(6_12) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμερούσιος''': ία, ιον, = [[ἡμερήσιος]]. - Ἐπίρρ. -ίως, Ἐκκλ. | |lstext='''ἡμερούσιος''': ία, ιον, = [[ἡμερήσιος]]. - Ἐπίρρ. -ίως, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡμερούσιος]], -ία, -ιον (AM)<br />[[ημερήσιος]], [[καθημερινός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἡμερούσιον</i><br />ημερήσια [[πληρωμή]], [[μεροκάματο]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἡμερούσιον</i><br />καθημερινά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ημέρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ούσιος</i> [[κατά]] το [[επιούσιος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A daily, Gloss. Adv. -σίως PSI4.287.12 (iv A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1166] täglich, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμερούσιος: ία, ιον, = ἡμερήσιος. - Ἐπίρρ. -ίως, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ἡμερούσιος, -ία, -ιον (AM)
ημερήσιος, καθημερινός
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμερούσιον
ημερήσια πληρωμή, μεροκάματο
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) ἡμερούσιον
καθημερινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημέρα + κατάλ. -ούσιος κατά το επιούσιος].