εὐπερίοπτος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐπερίοπτος''': -ον, = [[εὐκαταφρόνητος]], Πολυβ. Ἀποσπ. 30. | |lstext='''εὐπερίοπτος''': -ον, = [[εὐκαταφρόνητος]], Πολυβ. Ἀποσπ. 30. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐπερίοπτος]], -ον (Α)<br />[[ευκαταφρόνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[περί]]-<i>οπτος</i> «[[καταφανής]], εξέχων», με σημασιολ. [[επίδραση]] επιθέτων αντίστοιχης σημασίας (π.χ. [[ευκαταφρόνητος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A easily slighted, despicable, ἀρχή Plb.Fr.157.
German (Pape)
[Seite 1088] ringsherum sichtbar, Pol. frg. bei Suid.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπερίοπτος: -ον, = εὐκαταφρόνητος, Πολυβ. Ἀποσπ. 30.
Greek Monolingual
εὐπερίοπτος, -ον (Α)
ευκαταφρόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί-οπτος «καταφανής, εξέχων», με σημασιολ. επίδραση επιθέτων αντίστοιχης σημασίας (π.χ. ευκαταφρόνητος)].